“Bones and All”: μια ανατριχιαστική εφηβική ιστορία ενηλικίωσης δύο ερωτευμένων απόκληρων

Το Bones and All, η νέα ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο, αφηγείται την ιστορία αγάπης της νεαρής Μάρεν (Τέιλορ Ράσελ), που μαθαίνει να επιβιώνει στο περιθώριο, και του Λι (Τιμοτέ Σαλαμέ), ενός τυχοδιώκτη και απόκληρου νέου. Οι δυο τους διασταυρώνονται και βιώνουν τη δική τους οδύσσεια μέσα από κρυμμένα περάσματα, παράδρομους και καταπακτές με φόντο την Αμερική του Ρόναλντ Ρίγκαν. Όλοι οι δρόμοι τους οδηγούν στο τρομαχτικό παρελθόν τους και στην τελική δοκιμασία που θα καθορίσει αν η αγάπη τους μπορεί να αντέξει τη διαφορετικότητα τους.

Ο Λούκα Γκουαντανίνο (Call Me By Your Name) αποθεώνει μία σκοτεινή εφηβική ιστορία αγάπης, μία ανατριχιαστική περιπέτεια ενηλικίωσης και ένα οδοιπορικό στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής ακολουθώντας τα χνάρια δύο ερωτευμένων απόκληρων. Και ίσως μόνο ένα εύθραυστο δίδυμο όπως η Τέιλορ Ράσελ (Waves), και ο Τιμοτέ Σαλαμέ (Call Me by Your Name, Dune) να μπορούν να ενσαρκώσουν με ευαισθησία δύο περιθωριακούς εφήβους της δεκαετίας του ’80, δύο παρίες που μοιράζονται μία επιτακτική και  απαγορευμένη πείνα που τους τους απομονώνει και τους καταδιώκει, ενώ το μόνο που θέλουν είναι να βρουν ένα σπίτι, ένα μέρος για να  ανήκουν κάπου.

Η νέα ταινία του Ιταλού δημιουργού, που τον οδήγησε για πρώτη φορά σε αμερικανικό έδαφος, κινείται στο είδος του τρόμου για να μιλήσει με τη δική του λυρική γλώσσα για τη διαφορετικότητα, την ανακάλυψη της προσωπικής ταυτότητας και τη σκοτεινή λάμψη του νεανικού έρωτα.

Σε αυτή τη ρομαντική ιστορία για έναν αγνό έρωτα και μία άγρια πείνα και δίπλα στο  πρωταγωνιστικό δίδυμο εμφανίζονται οι Μαρκ Ράιλανς, Τζέσικα Χάρπερ, Αντρέ Χόλαντ, Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, Φρανσέσκα Σκορσέζε, Κλόε Σεβινί και ο Μάικλ Στούλμπαργκ.

Όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης, “Κάτι γύρω από τους απόκληρους, κάτι γύρω από τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας με προσελκύσει και με συγκινεί. Όλες οι ταινίες μου έχουν να κάνουν με απόκληρους και οι χαρακτήρες του Bones and All μου είναι οικείοι. Υπό αυτό το πρίσμα, είχε ενδιαφέρον να σκαλίσω την υφή των μεσοδυτικών πολιτειών της δεκαετίας του ’80.  Αυτή η ιδέα του ταξιδιώτη, του περιπλανώμενου σε αυτό το είδος μοντέρνου σκηνικού, που φαντάζει πολύ αμερικάνικο στα μάτια μου, μοιάζει ένα καλό μέρος για να κάνω μία ταινία στις ΗΠΑ.  

Η καρδιά της ταινίας είναι τρυφερή απέναντι στους χαρακτήρες. Με ενδιαφέρουν οι συναισθηματικές διαδρομές τους και ό,τι τους συμβαίνει, πού έγκειται η πιθανότητα μέσα στην απιθανότητα αυτών των χαρακτήρων; Όχι, δεν πιστεύω ότι είναι μία παραβατική ταινία, μπορεί όμως να έχουμε φτάσει στα όρια του μεταμοντερνισμού, που και μόνο η εξιστόρηση αυτής της ιστορίας με κλασικό τρόπο να μοιάζει παραβατική.

Ζητώ από το κοινό να με συνοδεύσει σε αυτό το ταξίδι ανακάλυψης. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί συμπεριφέρονται έτσι; Τι μαθαίνουν; Τι μαθαίνουμε εμείς για τον εαυτό μας;

Κατάγομαι από μία χώρα με Καθολικούς Χριστιανούς, όπου ο συμβολισμός του κανιβαλισμού είναι καθημερινή υπόθεση – το σώμα του Χριστού συμβολίζεται στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με την όστια. Την ίδια στιγμή παραμένουμε ζωώδεις, εν μέρει λογικά όντα εν μέρει έρμαια των ενστίκτων. Ένας άνθρωπος μπορεί να εξουδετερώσει έναν άλλον άνθρωπο, αλλά η ταινία δεν έχει να κάνει με αυτό. Η ταινία θέλει, κατά τη γνώμη μου, να λειτουργήσει σαν ένας διαλογισμός σε θέματα ταυτότητας και επιβολής στο συναίσθημα, αν είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Και τέλος, πότε θα μπορέσω να εντοπίσω τον εαυτό μου στο βλέμμα του άλλου;”

Σχετικά με την ταινία

Το ταξίδι της ταινίας ξεκινάει τη δεκαετία του ’80 με τη νεαρή Μάρεν που κουβαλάει ένα μυστικό και μία ανεξήγητη πείνα πέρα από τις ανθρώπινες νόρμες. Ανίκανη να είναι σαν τους άλλους, μετακομίζει από πόλη σε πόλη και νιώθει σαν μία χαμένη απόκληρη. Όταν ο πατέρας της αποφασίζει ότι δεν μπορεί πια να τη βοηθάει, η Μάρεν δεν έχει παρά να ξεκινήσει το ταξίδι της μόνη της. Τότε ανακαλύπτει ότι δεν είναι μόνη. Υπάρχουν κι άλλοι σαν εκείνη. Άλλοι που έχουν την ίδια ακατανίκητη ανάγκη. Άλλοι όπως ο Λι, ένας επαναστάτης από μία κωμόπολη, που τη βοηθάει να επιβιώσει, που δένεται μαζί της, που βλέπει πέρα από τις απαγορευμένες επιθυμίες της, ακόμα κι όταν γίνονται επικίνδυνα ευάλωτοι ο ένας απέναντι στον άλλον.

Παρόλο που οι συνθήκες της σχέσης τους είναι ανατριχιαστικά θριλερικής φύσης, ο Γκουαντανίνο οδηγεί την ιστορία της Μάρεν και του Λι πέρα από το είδος του θρίλερ. Οι ορέξεις τους δεν παρουσιάζονται ως τερατώδεις ή γοτθικές, αλλά ως αναπόφευκτες και μοιραίες. Όσο εκτυλίσσεται η οδύσσεια τους, η ιστορία τους -μέσα από τις αφοπλιστικά συναισθηματικές ερμηνείες του Τιμοτέ Σαλαμέ και της Τέιλορ Ράσελ – μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο: ένα απελευθερωτικό οδοιπορικό δύο νέων που ψάχνουν την ταυτότητα τους και κυνηγούν την ομορφιά σε έναν επικίνδυνο κόσμο που δεν τους ανέχεται.

Για τον σκηνοθέτη, η λαχτάρα των χαρακτήρων για τη σάρκα, όσο αιφνίδια και απειλητική κι αν είναι, δεν έχει να κάνει με τα ταμπού ή το σοκ που προκαλεί, αλλά ακριβώς το αντίθετο: δίνει έμφαση σε εκείνους που είναι χαμένοι, που δεν ταιριάζουν πουθενά και πρέπει να περιπλανιούνται στο περιθώριο, σε εκείνους που η κοινωνία έχει απορρίψει, αλλά που βρίσκουν αποδοχή ο ένας στον άλλον. Η ταινία, λέει ο σκηνοθέτης, είναι μία ταινία «για την απίθανη αγάπη, για τους απόκληρους και για το όνειρο του να βρεις πού ανήκεις».

Ο σκηνοθέτης συνεχίζει, «είναι μία ιστορία για δύο νέους ανθρώπους που ανακαλύπτουν ότι δεν υπάρχει σπίτι για αυτούς, οπότε πρέπει να το επινοήσουν οι ίδιοι. Η Μάρεν και ο Λι ψάχνουν την ταυτότητα τους υπό ακραίες συνθήκες, αλλά τα ερωτήματα που θέτουν είναι πανανθρώπινα: Ποιος είμαι και τι θέλω; Πώς μπορώ να ξεφύγω από το πεπρωμένο; Πώς μπορώ να συνδεθώ με τον άλλον;».

Οι ρίζες της ταινίας

Οι βαθιά ανθρωποκεντρικές ταινίες του Λούκα Γκουαντανίνο, ταινίες που μπορούν να καταγράψουν το πιο σπλαχνικά και απερίγραπτα συναισθήματα, έχουν ασχοληθεί με πολλές διαφορετικές θεματικές, αν και ίσως η πιο αγαπημένη από το κοινό ταινία είναι η λάγνα, ηλιόλουστη ιστορία ενός καλοκαιρινού έρωτα, όπως εκτυλίχθηκε στο Call Me By Your Name. Το Bones and All είναι αντίστοιχα ένα εφηβικό ρομάντζο με φόντο έναν κόσμο τελείως διαφορετικό. Είναι η πρώτη ταινία του Γκουαντανίνο στην Αμερική, ένας αυτοσχεδιασμός πάνω στην αμερικανική παράδοση της ταινίας δρόμου που μεταμορφώνει τους ήρωες. Αλλά εδώ συναντάμε μία διαφορετική Αμερική, με ήρωες καταραμένους χωρίς μέλλον, με τάσεις απόδρασης και το όνειρο ότι κάποτε θα βρουν αποδοχή.

Διαβάστε   Θα σώσει το Χόλυγουντ από τον ιό το know how της πορνοβιομηχανίας;

Ο Γκουαντανίνο μαγνητίστηκε από αυτή την πολύ διαφορετική ιστορία σε διασκευασμένο σενάριο του  Ντέιβιντ Κάσγκανιτς, με τον οποίο έχει συνεργαστεί στη ρομαντική κωμωδία A Bigger Splash και στο remake του κλασικού θρίλερ Suspiria. «Τα σενάρια του Ντέιβιντ κινούνται έξω από τους κανόνες, ενώ είναι οργανικά στην ανθρώπινη φύση. Είναι σκέτος θησαυρός» λέει ο σκηνοθέτης.

Ο κόσμος της ταινίας προέρχεται από το μυθιστόρημα εφηβικής λογοτεχνίας με την υπογραφή της Καμίλ ντε Άντζελις, όπου πρωταγωνιστεί μία έφηβη που έχει γεννηθεί με την ανάγκη να καταναλώνει άλλους ανθρώπους. Μία ιστορία που αλλάζει τους κανόνες της ιστορίας ενηλικίωσης. Ο Κάσγκανιτς λέει, «Η ιστορία της Καμίλ με άγγιξε με απρόσμενο τρόπο. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πώς είναι διαφορετικοί στα μάτια των άλλων, αυτό συμβαίνει πιο έντονα στη εφηβεία, και το βιβλίο αρθρώνει αυτή την εμπειρία με έναν τελείως νέο τρόπο».

Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε πολύ από τους χαρακτήρες του σεναρίου, τους περιπλανώμενους και τις μοναχικές ψυχές που ζουν στο περιθώριο. Εκεί εντόπισε ένα ευρύ πεδίο διαφορετικότητας, μοναχικότητας, μιας Αμερικής αφανούς, αλλά βρήκε και όλα αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, όταν όλα γύρω μοιάζουν να διαλύονται.

«Δεν είναι μία τρομαχτική ιστορία για μένα. Ήθελα το κοινό να αγαπήσει τους χαρακτήρες, να τους νιώσει και να μην τους κρίνει. Ήθελα να δουν τη Μάρεν και τον Λι μέσα σαν μία κινηματογραφική αντανάκλαση όλων των πιθανοτήτων που μας κάνουν ανθρώπους».

Ο σκηνοθέτης δεν θεώρησε ότι το θέμα του κανιβαλισμού είναι προκλητικό, αλλά περισσότερο θέμα ατμόσφαιρας. Ο ίδιος επισημαίνει ότι η κατανάλωση σάρκας και αίματος άπτεται αιώνες τώρα του θρησκευτικού συμβολισμού. Αποφάσισε να προσεγγίσει τις δυσάρεστες ορέξεις των χαρακτήρων ως ένα γεγονός, μία επιτακτική ανάγκη, όπως ο ύπνος. Είναι μία πάθηση που προκαλεί φόβο, ντροπή, που τους βάζει στο περιθώριο και τους αναγκάζει να αντιμετωπίζουν και να ελέγχουν συνεχώς την ανθρώπινη φύση και τη ζημιά που προκαλούν. «Είναι δύσκολο και θλιβερό για εκείνους», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση τους, κι αυτό μπορεί να θυμίζει άλλες καταστάσεις», σχολιάζει ο Γκουαντανίνο. «Αλλά, από την αρχή, τους πήρα ως δεδομένους και αληθινούς. Ήθελα και το κοινό να πιστέψει στην ύπαρξη τους και δεν με ενδιάφερε να παρουσιάσω την ιστορία με στοιχεία του φανταστικού».

Η Μάρεν είναι ένας περίπλοκος χαρακτήρας που δεν αποδέχεται την παρόρμηση της, αλλά βασανίζεται από το ηθικό δίλημμα που προκύπτει καθώς η επιθυμία της βλάπτει στους άλλους. «Η Μάρεν είναι μία περιπλανώμενη στα ίχνη της παραδοσιακής αμερικάνικης λογοτεχνίας», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Έχει τα θρυλικά χαρακτηριστικά κάποιου που γίνεται ο καταλύτης μιας ανακάλυψης, με τη μορφή ενός απόκληρου κοριτσιού τη δεκαετία του ‘80».

Ο σκηνοθέτης ενθουσιάστηκε με την ευκαιρία να συνεργαστεί ξανά με τον Σαλαμέ μετά το Call Me by Your Name, γιατί ήξερε ότι μπορούσε να ενσαρκώσει αυτή τη μείξη αθωότητας και ταραχής του Λι. «Δήλωσα εξ αρχής ότι θα έκανα αυτή την ταινία, μόνο αν έπαιζε ο Τιμοτέ. Του άρεσε το σενάριο, οπότε αρχίσαμε να δουλεύουμε με τον Ντέιβιντ για να ρίξουμε περισσότερο φως σε ορισμένα στοιχεία».

Ένα ακόμα στοιχείο που ενθουσίασε τον σκηνοθέτη ήταν η ιδέα να κάνει γύρισμα στις ΗΠΑ και μάλιστα στη δεκαετία του ‘80. «Είναι μια δεκαετία αντιθέσεων, μέρη της Αμερικής πλούτιζαν και άλλα φτώχαιναν, υπήρχε αισιοδοξία, αλλά και περιθωριοποίηση. Η εποχή αντανακλά τις αντιφάσεις των χαρακτήρων της ταινίας, την αναζήτηση μιας θέσης στον κόσμο και την απιθανότητα να βρεθεί».

«Η ταινία δεν έχει καθόλου κυνισμό», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Το καταφέραμε χάρη στην Τέιλορ, τον Τιμοτέ και όλο το καστ. Η σάτιρα και ο κυνισμός μπορούν εύκολα να καλύψουν πράγματα και αυτή η ταινία έχει άλλο βλέμμα. Είμαστε απόλυτα πιστοί στα συναισθήματα της Μάρεν και του Λι».

Η Μάρεν

Για τον ρόλο της Μάρεν, που ψάχνει τον δρόμο μόνης της, που πρέπει να προστατευτεί από αυτό που επιθυμεί, που αντιμετωπίζει τους πιο σκοτεινούς κινδύνους, ο σκηνοθέτης είχε μία ηθοποιό στο μυαλό του από την αρχή. Είχε δει την Τέιλορ Ράσελ στην ερμηνεία της στο Waves (του Τρέι Σαλτς) και ένιωσε ότι η ηθοποιός μπορούσε να εξερευνήσει τον χαρακτήρα της Μάρεν μέχρι το μεδούλι. Μετά από μία συζήτηση μαζί της, ο σκηνοθέτης της δήλωσε ότι αν ήθελε τον ρόλο, ήταν δικός της, και η ηθοποιός άρπαξε την ευκαιρία να υποδυθεί τη Μάρεν. «Ο Λούκα μου έστειλε το σενάριο μετά τη συνάντηση μας και με καθήλωσε γιατί δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Μου άρεσε γιατί ήταν μία ιστορία για την ελπίδα πως ακόμα και μέσα στη διαφορετικότητα μπορείς να βρεις βαθιά σύνδεση. Αγάπησα τη Μάρεν που είναι τόσο μυστηριώδης και δύσκολο να μπει σε λέξεις και ταυτίστηκα με τη λαχτάρα της για σύνδεση. Και από τη στιγμή που ο Λούκα είναι από τους πιο ποιητικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ, κάποιος που είναι συντονισμένος με το ανθρώπινο συναίσθημα, ήξερα ότι ταίριαζε τέλεια με αυτήν την ιστορία».

Στο γύρισμα, ο Γκουαντανίνο παρακολουθούσε τον χαρακτήρα της Μάρεν να ανθίζει. «Η Μάρεν ολοκληρώθηκε μέσα από την Τέιλορ», λέει ο σκηνοθέτης. «Η Τέιλορ μπόρεσε να κάνει τη Μάρεν αδιαπέραστη μερικές φορές και άλλες φορές πεισματάρα. Εξερεύνησε χαρακτηριστικά που μπορεί να θεωρηθούν αποτρόπαια, αλλά τα προσέγγισε όλα με ενσυναίσθηση. Έκανε τα ελαττώματα της πιο σπαραχτικά».

Για τη Ράσελ, το κλειδί για τον ρόλο ήταν να την προσεγγίσει σαν κάποια που θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει από την απόρριψη των άλλων, ενώ βιώνει την ονειρική μέθη και την ελευθερία του πρώτου έρωτα. «Είναι μία έφηβη που τις περισσότερες φορές δεν έχει τον έλεγχο», επισημαίνει η Ράσελ. «Η Μάρεν βιώνει αυτή την κατάσταση πιο έντονα από τους περισσότερους. Όταν την εγκαταλείπει ο πατέρας της, βρίσκεται σε μια ευαίσθητη στιγμή της. Όλη της η ζωή έχει καθοριστεί από τη δυσκολία της να είναι κοντά στους άλλους κι όμως έχει όλη την αυτογνωσία και την ευαισθησία να το εκφράσει αυτό. Τότε είναι που βρίσκει τον Λι».

Ακολουθώντας τις οδηγίες του Γκουαντανίνο, η Ράσελ προσέγγισε την κανιβαλική τάση της Μάρεν όχι σαν κάτι απόκοσμο, αλλά σαν μία πραγματικότητα που δεν αφήνει περιθώριο στη Μάρεν πέρα από το να τα καταφέρει, όπως συμβαίνει με κάθε πρόκληση στη ζωή. «Πρέπει να υποκύψει στην πείνα της, ακόμα κι αν δεν επέλεξε αυτή τη ζωή. Αλλά κατά τη γνώμη μου, ο κανιβαλισμός στην ταινία είναι ένα δοχείο που περιέχει όλα τα στοιχεία αυτής της ιστορίας. Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από τον χαρακτήρα, πέρα από την πάθηση της», λέει η ηθοποιός.

Διαβάστε   "Oppenheimer": Η νέα "εκρηκτική" ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν ξεπέρασε τα 500 εκατομμύρια δολλάρια στο παγκόσμιο box-office

Όταν συναντά τον αψήφιστο, χαλαρό Λι με το πανούργο χαμόγελο, η Μάρεν έχει έναν λόγο να πιστέψει σε μία διαφορετική ζωή, μία μοιρασμένη ζωή, καθώς ταξιδεύουν χωρίς περιορισμούς. Τα ταξίδια αυτά δίνουν στη Μάρεν αυτό που νόμιζε ότι δεν μπορεί να έχει. Το ίδιο το τοπίο αποτυπώνεται μέσα της. Το άγριο τοπίο και οι άγριοι άνθρωποι που συναντά της επιτρέπουν να είναι άγρια η ίδια και η Ράσελ απόλαυσε το γεγονός ότι η Μάρεν και ο Λι επηρεάζουν ο ένας τον άλλον εξίσου. «Μοιράζονται την ίδια ψυχή και την ίδια τρυφερότητα. Πριν συναντήσει τον Λι, κανείς δεν ήταν ειλικρινής με τη Μάρεν για το ποια είναι, κάτι που την έκανε να ντρέπεται. Αλλά με τον Λι, για πρώτη φορά, νιώθει ότι την καταλαβαίνουν ακόμα και ότι την προκαλούν. Εκείνος είναι εξωστρεφής κι εκείνη είναι εσωστρεφής».

Η συνεργασία με τον Σαλαμέ την έκανε να νιώσει μεγάλη ζωντάνια. «Τον λατρεύω», λέει η Ράσελ. «Ο Τιμοτέ είναι ανατρεπτικός και μπορεί να ξεγυμνωθεί, πράγμα σπάνιο. Μιλήσαμε πολύ και μοιραστήκαμε πολλές εικόνες, ήταν μία μοναδική συνεργασία που δεν μπαίνει εύκολα σε λόγιο, όπως και η σχέση της Μάρεν και του Λι».

Μία ακόμη συνεργασία με τον Σαλαμέ

Ο Τιμοτέ Σαλαμέ έπιασε την κορυφή με την ερμηνεία του ως Έλιο στην ταινία του Γκουατανίνο, Call me by your name. Θεωρείται το ταλέντο της γενιάς του και έχει φανατικούς οπαδούς παγκοσμίως, αναλαμβάνοντας συναρπαστικούς ρόλους.

Ο Γκουαντανίνο έλπιζε να συνεργαστεί ξανά με τον Σαλαμέ. «Ο Τιμοτέ έχει τη σπάνια ικανότητα να σκέφτεται όχι μόνο από την οπτική του χαρακτήρα του αλλά και μέσα από την ευρεία προοπτική του κινηματογράφου» λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι γεμάτος περιέργεια, πολύ ανοιχτός, πολύ ανθρώπινος, έχει κάτι πολύ μοντέρνο. Ως Λι, δίνει μία σύγχρονη πινελιά. Αποκαλύπτει την ανασφάλεια του Λι, αλλά και την τρυφερότητα του με έναν σπαρακτικό τρόπο».

Μόλις έλαβε το σενάριο του Γκουαντανίνο, ο Σαλαμέ βυθίστηκε στις σελίδες, γεμάτος περιέργεια να δει τι έκανε τον Γκουαντανίνο να τον σκεφτεί για τον ρόλο. Λέει ότι το σενάριο «ήταν μία ιστορία αγάπης για τον αμερικάνικο δρόμο, μία ιστορία για δύο ανθρώπους που παλεύουν να ξεπεράσουν την αποξένωση, κάτι ιδιαίτερα συγκινητικό για τις μέρες μας, που πολλοί άνθρωποι νιώθουν αποκομμένοι».

Για να χωρέσει στο μυαλό του και στην ερμηνεία του το γεγονός ότι ο Λι είναι κανίβαλος, ο Σαλαμέ το προσέγγισε συμβολικά. «Θεώρησα την πάθηση τους ως έναν ανοιχτό συμβολισμό για τη διαφορετικότητα, το παιδικό τραύμα, την ντροπή, τον εθισμό, για όλους τους δαίμονες που κουβαλάμε» εξηγεί ο ηθοποιός. «Αυτό που με προσέλκυσε πολύ στον Λι είναι ότι έχει χτίσει ένα εύθραυστο γυάλινο κάστρο γύρω του για να τα βγάλει πέρα. Βάφει τα μαλλιά του, έχει ένα συγκεκριμένο στυλ ντυσίματος, συμπεριφέρεται ως ένας απόκληρος και προσπαθεί να κοροϊδέψει το σύστημα, αλλά τελικά όλα αυτά είναι επισφαλή».

Όταν συναντά τη Μάρεν, το τείχος του καταρρέει. «Η μεγαλύτερη αδυναμία του Λι είναι ότι νιώθει μόνος», επισημαίνει ο Σαλαμέ. «Η Μάρεν του ξυπνά την τρυφερότητα, που την είχε παραμερίσει. Μαζί της ανοίγει την ψυχή του ς σε πρωτόγνωρες εμπειρίες. Αλλά τρομάζει. Τις πρώτες στιγμές που ερωτευόμαστε είναι σαν να κοιτάμε μία αντανάκλαση και ο Λι βλέπει κάτι που τον αναστατώνει».

Στο πρόσωπο της Μάρεν που αμφισβητεί τον ηθικό του κώδικα, ο Λι πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων του. «Ο Λι έχει αναπτύξει τις δικές του πρόχειρες δικαιολογίες σχετικά με εκείνους που βάζει στόχο για να τραφεί. Αλλά η Μάρεν αναζητά μία ηθική πυξίδα, οπότε τον προκαλεί συνεχώς», λέει ο Σαλαμέ.

Για τον Σαλαμέ, αυτή η συνεργασία με τον Γκουαντανίνο τον έστειλε σε ένα τελείως διαφορετικό ταξίδι. «Ο Λούκα μου έδωσε την καριέρα μου. Αλλά εκείνη η πρώτη ταινία διαδραματιζόταν στην ειδυλλιακή ευρωπαϊκή εξοχή, οπότε τώρα μου δόθηκε η ευκαιρία να βρεθώ στην καρδιά της Αμερικής, στους παράδρομους του Οχάιο, του Κεντάκι και της Νεμπράσκα. Ήταν μεγάλη μου τιμή να εμφανιστώ στην πρώτη ταινία του Γκουαντανίνο επί αμερικανικού εδάφους και να έχω την ευκαιρία να τον παρακολουθήσω να ποτίζει με τρυφερότητα έναν κόσμο πέρα από τη ζώνη ασφαλείας του».

Αυτή τη φορά μάλιστα ο Σαλαμέ είχε τον χρόνο να εξελίξει τον χαρακτήρα χέρι χέρι με τον Γκουαντανίνο. «Αυτή η δημιουργική σχέση με τον Λούκα ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω φανταστεί», λέει ο ηθοποιός. «Είναι ένας παθιασμένος και ευφυής δημιουργός».

Ο Σαλαμέ απόλαυσε τη συνεργασία του με τη Ράσελ, που τον εξέπληττε συνεχώς. «Είναι εξαιρετική ηθοποιός, ένα ανήσυχο πνεύμα. Είναι ανοιχτή στα πάντα, πρόθυμη να δοκιμάσει καινούρια πράγματα και να βάλει φωτιά. Είναι σαν σφουγγάρι. Ελπίζω να συνεργαστώ ξανά μαζί της».

Πάνω από όλα, ο Σαλαμέ συγκινήθηκε με τη σχέση του Λι και της Μάρεν που βρήκαν ο ένας τον άλλον καθώς παλεύουν με τους δαίμονες τους. «Είναι δύο επιφυλακτικοί άνθρωποι που ανακαλύπτουν ότι μπορούν να νιώσουν ασφάλεια με κάποιον άλλον, να βρουν την παρηγοριά που ελαφραίνει το βάρος του κόσμου».

Οι συνοδοιπόροι

Ο πρώτος ταξιδιώτης που συναντά η Μάρεν, με τον οποίο μοιράζονται την ίδια πάθηση, είναι ο Σάλι, ένας μυστηριώδης περιπατητής. Είναι γεμάτος γνώση και ανάγκη να συνδεθεί. Της μαθαίνει πώς να τρέφεται χωρίς να σκοτώνει και είναι ταυτόχρονα μέντορας και απειλή για τη Μάρεν. Αυτός ο απαιτητικός και γεμάτος αποχρώσεις ρόλος δόθηκε στον Μαρκ Ράιλανς. «Ο Μαρκ είναι από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς σήμερα», δηλώνει ο Γκουαντανίνο. «Μέσα από την καριέρα του παρουσιάζει την ανθρώπινη κατάσταση με δύναμη και θάρρος. Κατάλαβε τον Σάλι και τη βαθιά μοναξιά του ήδη από το σενάριο. Είναι εκλεπτυσμένος και αριστοτέχνης».

Η συνεργασία με τον Μαρκ Ράιλανς ήταν πολύ ιδιαίτερη εμπειρία για τη Ράσελ. «Η Μάρεν τρέφει μεγάλη περιέργεια για εκείνον, γιατί είναι ο πρώτος που συναντά και είναι σαν αυτή, αλλά τον θεωρεί προειδοποίηση γιατί είναι πολύ θλιμμένος, μόνος και αλλόκοτος. Η Μάρεν ακούει τη διαίσθηση της και παρόλο που την εξιτάρει, νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του».

Ο Γκουαντανίνο συνεργάζεται ξανά με τον Μάικλ Στούλμπαργκ, μετά το Call Me By Your Name. Ο Μάικλ Στούλμπαργκ έχει μόνο μία σκηνή στη νέα ταινία, υποδυόμενος έναν απειλητικό κανίβαλο που συναντά το νεαρό ζευγάρι στον δρόμο σε ένα καταλυτικό σημεία της ιστορίας. «Είμαι σίγουρος ότι η συνεργασία μου με τον Μάικλ θα συνεχιστεί, γιατί μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τους πλούσιους και περίπλοκους χαρακτήρες. Η μέθοδος του είναι φανταστική. Για παράδειγμα, έστειλε σε εμένα και τον Ντέιβιντ Κάσγκανιτς πάνω από 100 αξιόλογες ερωτήσεις για τον χαρακτήρα. Είναι εκπληκτική η αφοσίωση του ακόμα και σε μία δεκάλεπτη σκηνή».

Στην ίδια σκηνή εμφανίζεται αναπάντεχα ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, που είναι στενός φίλος του Γκουαντανίνο. «Τον γνώρισα σε ένα φεστιβάλ στο Τορίνο και γίναμε φίλοι αμέσως. Θα σκηνοθετούσε το Suspiria κι εγώ θα αναλάμβανα την παραγωγή. Σκέφτηκα ότι θα ήταν τέλειος για τη σκηνή αυτή, οπότε το ζήτησα κι εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως και μάλιστα εμφανίστηκε με μαλλί μοϊκάνα. Ήταν καταπληκτικός».

Η Κλόε Σεβινί υποδύεται τη μητέρα της Μάρεν, αυτή που αναζητά συνεχώς, σε μία σαγηνευτική σκηνή. «Η Κλόε βυθίζεται βαθιά και βρίσκει απίθανα πράγματα και τα φέρνει στην επιφάνεια. Μέσα σε μία μοναδική σκηνή, δημιουργεί κάτι σημαντικό», λέει ο σκηνοθέτης.

Διαβάστε   "Το Κοστούμι": Όλοι κρύβουν κάτι στο μανίκι τους...

«Η σκηνή μας είναι πολύ σπαραχτική», αναφέρει η Ράσελ. «Αλλά η Κλόε έχει τέτοια άνεση που βγήκε άνετα και φυσικά μεταξύ μας. Μου αρέσει που βλέπουμε δύο διαφορετικές γενιές γυναικών μαζί, ακόμα κι αν η επαφή τους είναι επικίνδυνη».

Η Τζέσικα Χάρπερ, η βετεράνος ηθοποιός, που έχουμε δει στο remake του Γκουαντανίνο για το Suspiria, οδηγεί τη Μάρεν στη μητέρα της. «Η Τζέσικα εξαφανίζεται μέσα στον χαρακτήρα», λέει ο σκηνοθέτης. «Ενσαρκώνει μία γυναίκα που προσπάθησε να ξεπεράσει τη θλίψη του παρελθόντος και ελπίζει να μείνει εκεί».

Η ματιά ενός ξένου στην Αμερική

Από την αρχή της καριέρας του, ο Λούκα Γκουαντανίνο αντλούσε έμπνευση από αγαπημένες ταινίες. Αυτή τη φορά όμως είναι το ίδιο το τοπίο που καθόρισε την ατμόσφαιρα της ταινίας. Για να προετοιμαστεί για την ταινία, ταξίδεψε ένα ολόκληρο μήνα στις μεσοδυτικές πολιτείες, απορροφώντας τους ανοιχτούς ορίζοντες και τους καλοσυνάτους ανθρώπους. «Με εντυπωσίασε η περηφάνια των Αμερικανών, η αξιοπρέπεια τους», λέει ο σκηνοθέτης.

Ο Γκουαντανίνο αποφάσισε να διατηρήσει την οπτική του μαγεμένου ταξιδιώτη στην ταινία. «Ένιωσα ότι έβλεπα μία πιο αγνή μορφή της χώρας που με έκανε να αμφισβητήσω τις προκαταλήψεις μου για την Αμερική. Συνάντησα έναν τόπο συναρπαστικό και αντιφατικό. Είδα μια Αμερική όπου μπορείς πάντα να επινοήσεις τον εαυτό σου, όμως πολλοί έχουν μείνει πίσω. Είδα ένα μέρος ανοιχτό, φιλόξενο, γενναιόδωρο, αλλά και ξεκομμένο».

Ο σκηνοθέτης αποφάσισε από νωρίς ότι η ταινία θα γυριζόταν στους ίδιους δρόμους που ταξιδεύει η Μάρεν μαζί με τον Λι. «Κινηθήκαμε με τον ίδιο τρόπο σαν συνεργείο όπως οι χαρακτήρες ταξιδεύουν στην Αμερική. Γυρίσαμε σε πέντε πολιτείες, ξεκινώντας από το Μέριλαντ και μετά πήγαμε δυτικά στο Οχάιο, στη Νεμπράσκα, στην Ιντιάνα και το Κεντάκι. Ήμασταν συνεχώς σε κίνηση».

Αυτή η απόφαση επηρέασε τις ερμηνείες των ηθοποιών. «Για εμένα, που γεννήθηκα στην Αμερική, ήταν εκπληκτικό που κάναμε γύρισμα σε αυτό το μέρος της χώρας, σε πραγματικά μέρη, σε κτήματα, σε λεωφόρους και σε κωμοπόλεις. Είναι μία εμπειρία που θα εκτιμώ για πολύ καιρό», λέει ο Σαλαμέ.

Η Ράσελ προσθέτει, «Με καθήλωσαν τα ανοιχτά τοπία. Είναι κάτι που έχει μέσα της η Μάρεν». Ο σκηνοθέτης πάντα συντάσσει μία προσωπική εικαστική γλώσσα για τις ταινίες του και αυτή τη φορά η λέξη κλειδί ήταν η ενατένιση. Για να αποδώσει αυτές τις εικόνες, ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον ανερχόμενο διευθυντή φωτογραφίας Αρσένι Κατσατούραν, που γεννήθηκε στη Λευκορωσία. «Μου αρέσουν οι τολμηροί διευθυντές φωτογραφίες, που παίζουν με το φως και τη σκιά. Παρόλο που είναι πολύ νέος, ο Αρσένι έχει κατακτήσει τον χειρισμό τους φωτός και έχει τη δεξιότητα να πλάσει εικόνες», λέει ο σκηνοθέτης. «Άρεσε και στους δύο η ιδέα να τοποθετήσουμε την ιστορία στη δεκαετία του ’80 και να κάνουμε τέτοιο γύρισμα, με τέτοια αμεσότητα, αλλά όχι με νοσταλγία».

Για τα κοστούμια ο σκηνοθέτης απευθύνθηκε στην συνεργάτιδα του Τζούλια Πιερσάντι για πέμπτη φορά. Η ενδυματολόγος εμπνεύστηκε από την πρώιμη grunge κουλτούρα με τη φαρδιά, ταλαιπωρημένη, ανδρόγυνη αισθητική. «Η ιδέα για τα ρούχα του Λι ήταν ότι πάντα μάζευε κομμάτια που άρπαζε από ανθρώπους στον δρόμο. Αλλά αποφασίσαμε ότι θα βάφει τα μαλλιά του κόκκινα και θα έχει τατουάζ για να ξεχωρίζει σαν επαναστάτης, χωρίς να παύει να είναι ένας 16χρονος που ψάχνει να βρει τον εαυτό του», σημειώνει ο Σαλαμέ. «Είναι ο τύπος που κοιτάζεται στον καθρέφτη και παίζει με διαφορετικές μάσκες, διαφορετικά στυλ και εκφράσεις που ταιριάζουν στο πώς νιώθει».

Ο ήχος του δρόμου

Το τελευταίο ουσιαστικό στοιχείο που οδηγεί το κοινό στη συναρπαστική και ριψοκίνδυνη ζωή της Μάρεν και του Λι είναι η μουσική. Το soundtrack μπαίνει δυναμικά με τους Duran Duran, μεταφέροντας ακαριαία τους θεατές σε μία εφηβική κρεβατοκάμαρα των 80s μαζί με ήχους από σημαντικά indie συγκροτήματα της δεκαετίας, όπως οι Joy Division και οι New Order.

Αλλά για την πρωτότυπη μουσική, ο Γκουαντανίνο στράφηκε σε ένα δίδυμο μουσικών που ήρθαν μετά από αυτήν την εποχή, που επηρεάστηκαν από αυτές τις μπάντες και καλλιέργησαν τη δική τους ταυτότητα, στον Trent Reznor κα τον Atticus Ross. Το δίδυμο είναι γνωστό για το industrial rock συγκρότημα Nine Inch Nails, καθώς και για τις μουσικές συνθέσεις για το The Social Network και το Soul της Pixar.

«Μιλήσαμε για έναν ήχο που αντανακλά το αμερικανικό τοπίο και για την κιθάρα που είναι ο απόλυτος ήχος της  Americana», λέει ο σκηνοθέτης. «Είχα στο μυαλό μου απλές μελωδίες που παίζουμε σε μία κιθάρα δίπλα στη φωτιά στην ύπαιθρο. Ο  Trent και ο Atticus πήραν την ιδέα και επέστρεψαν μερικές εβδομάδες αργότερα με πολύ δυνατά και καθηλωτικά μουσικά θέματα».

Καταλήγοντας ο Γκουαντανίνο δηλώνει «Ελπίζω η ταινία να λειτουργήσει σαν ένας καθρέφτης. Ένας καθρέφτης που αντανακλά γιατί νιώθουμε αποκομμένοι και γιατί ακόμα θέλουμε να είμαστε ο ένας κομμάτι του άλλου».

Η ταινία απέσπασε το Αργυρό Λιοντάρι Σκηνοθεσίας για τον Λούκα Γκουαντανίνο, όπως και το βραβείο “Μαρσέλο Μαστρογιάνι” Νέου Ταλέντου για τον Τέιλορ Ράσελ στο 79ο Φεστιβάλ Βενετίας.

Bones and All (2022)

Σκηνοθεσία: Luca Guadagnino

Ηθοποιοί: Timothée Chalamet, Taylor Russell, Mark Rylance, Kendle Coffey

Διάρκεια: 130′

Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022