“The Promised Land”: Η καλύτερη ταινία στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας είναι ένα αριστουργηματικό σκανδιναβικό γουέστερν με πρωταγωνιστή τον Mads Mikkelsen

Το 1755, ο φτωχός καπετάνιος Λούντβιγκ Κάλεν ξεκινά για να κατακτήσει τους τραχείς, ακατοίκητους  χερσότοπους της Δανίας με έναν φαινομενικά αδύνατο στόχο: να χτίσει μια αποικία στο όνομα του βασιλιά. Σε αντάλλαγμα, θα λάβει ένα πολυπόθητο Βασιλικό όνομα για τον ίδιο. Όμως ο μοναδικός κυβερνήτης της περιοχής, ο ανελέητος Φρέντερικ ντε Σίνκελ, πιστεύει αλαζονικά ότι αυτή η γη του ανήκει. Όταν ο ντε Σίνκελ μαθαίνει ότι η υπηρέτρια Ανν Μπάρμπαρα και ο υπηρέτης σύζυγός της δραπέτευσαν για να βρουν καταφύγιο στον Κάλεν, ο προνομιούχος και μοχθηρός ηγεμόνας ορκίζεται εκδίκηση, κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι του για να διώξει τον καπετάνιο. Ο Κάλεν δεν θα πτοηθεί, μπαίνοντας σε μια άνιση μάχη και διακινδυνεύοντας όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και τη ζωή όλων των αουτσάιντερς που έχουν συγκεντρωθεί γύρω του.

Το The Promised Land (Bastarden) είναι το νέο ιστορικό δραματικό έπος δανικής παραγωγής του σκηνοθέτη Nikolaj Arcel, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας την 1 Σεπτεμβρίου, όπου και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, κλέβοντας τις εντυπώσεις και προσελκύοντας τα φώτα της δημοσιότητας.

Δύο αντιμαχόμενες φατρίες, ένας αντι-ήρωας, ένας μισητός κακός, μια γυναίκα που πρέπει να προστατεύσει και ένα ερημικό τοπίο μπορεί να είναι γνωστά συστατικά για μια ταινία γουέστερν. Ωστόσο, η νέα προσπάθεια του Nikolaj Arcel συμπυκνώνει αυτά τα χαρακτηριστικά του είδους για να δημιουργήσει ένα πιο κλασικό – με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου – δράμα, βασισμένο στο μυθιστόρημα της Ida Jessen The Captain and Ann Barbara του 2020, που διαδραματίζεται σε ένα μάλλον υποβαθμισμένο ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο.

Διαβάστε   Ο M. Night Shyamalan θα είναι ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του διεθνούς διαγωνιστικού στο 72ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου

Εκείνο που κάνει την ιστορία δυνατή – και τη διακρίνει από τις υπόλοιπες ταινίες με ξίφη και άπλετο αίμα – είναι ότι γνωρίζουμε ήδη από την αρχή πως ο Λούντβιγκ έχει θέσει για τον εαυτό του μοιραία εσφαλμένους στόχους. Είναι πράγματι έντιμος και εργατικός, όμως στην προσπάθειά του να καλυτερεύσει τη ζωή του, το μόνο που θα καταφέρει είναι να καταστρέψει ό,τι καλό έχει: εκεί έγκειται η τραγωδία του.

Ο Mads Mikkelsen στον ρόλο του καπετάνιου Λούντβιγκ Κάλεν, ενσαρκώνοντας το πραγματικό πρόσωπο του στρατιώτη-αποίκου σε μια από τις αφιλόξενες χώρες στον πλανήτη, είναι στα καλύτερά του με έναν ηρωικό, διχασμένο και βαθιά ατελή τρόπο. Ο ήρωας αψηφά την ταπεινή του καταγωγή ανερχόμενος στο βαθμό του λοχαγού και παρασημοφορούμενος για τη στρατιωτική του θητεία στη Δανία στα μέσα του 18ου αιώνα. Γεμάτος δυναμισμό και φιλοδοξία, προτείνει την καλλιέργεια των άγονων χερσότοπων της Γιουτλάνδης και την ίδρυση οικισμού εκεί.

Αυτό που ο Arcel και ο συν-σεναριογράφος του Anders Thomas Jensen δημιούργησαν, ανάμεσα στις ξιφομαχίες και τις ανοιξιάτικες σοδειές, είναι ένα κλασικό σκανδιναβικό δράμα για την ανθρώπινη αδυναμία. Είναι επίσης μια βαθιά χαραγμένη εικόνα ενός φαύλου παρελθόντος, όπου οι φτωχοί δεν είχαν κανένα ένδικο μέσο κατά των πλουσίων, όπου οι αουτσάιντερς θεωρούνταν επικίνδυνοι, ακόμη και δαιμονικοί, και διώκονταν αναλόγως, και όπου οι έχοντες εξουσία μπορούσαν να αποφασίσουν ποιος ήταν ο νόμος. Τίποτα από όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι εντελώς παρελθόν.

Το σενάριο των Arcel και του Thomas Jensen παραθέτει τη δράση προχωρώντας σε έναν αυστηρό καθορισμό των χαρακτήρων. Η ταινία μας παρασύρει στις αυξανόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Λούντβιγκ, καθώς ο Ντε Σίνκελ και η παρέα του παίζουν ένα όλο και πιο βρώμικο παιχνίδι, επιστρατεύοντας μια ομάδα φονικών κακοποιών για να βοηθήσουν όταν ο Κάλεν αρχίζει να σημειώνει πρόοδο. Μια σκληρή επίδειξη εκδικητικότητας από τον γαιοκτήμονα στο χορό της συγκομιδής είναι τρομακτική στη βαρβαρότητά της, υπογραμμίζοντας την πεποίθηση του οξύθυμου τυράννου ότι μπορεί να φτιάχνει τους δικούς του νόμους.

Διαβάστε   Τα βραβεία της Αγοράς του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Ο Arcel σκηνοθετεί με μια σιγουριά που εξισορροπεί την ένταση μιας οικογένειας παρείσακτων που παλεύει να μείνει ενωμένη με την προδοσία ενός ανταγωνιστή του οποίου η αδίστακτη συμπεριφορά δεν έχει όρια, ενώ στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν ξεφύγει προς το μελόδραμα περιορίζονται από την πειθαρχημένη σκηνοθεσία και το δυνατό σύνολο. Η ταινία πρόκειται για ένα σκανδιναβικό γουέστερν που διατηρεί την ουσία του καθ’ όλη τη διάρκεια, καθώς η πραγματικότητα υπενθυμίζει διαρκώς στον Λούντβιγκ ότι η σκληρή δουλειά και η ειλικρίνεια δεν ανταμείβονται πάντα.

Από αισθητικής άποψης, η ταινία εμπλουτίζεται από την εκπληκτική κινηματογράφηση, η οποία πλαισιώνει πανέμορφα το πέρασμα των εποχών και τους φτωχά φωτισμένους εσωτερικούς χώρους. Ο σχεδιασμός παραγωγής του Jette Lehmann είναι απλός αλλά αποτελεσματικός, ενώ η ταινία διαθέτει μια μουσική επένδυση που μοιάζει μάλλον παραδοσιακή, αλλά εξυπηρετεί πολύ καλά τον σκοπό της (σύνθεση του Dan Romer).