“The Last Black Man in San Francisco”: Ποιητικό μανιφέστο για την πόλη και τους εκτοπισμένους της

Γράφει η Δρ. Βασιλική Παπαγεωργίου, Εθνολόγος- Κοιν. Ανθρωπολόγος

Ο διάσημος punk rocker Jello Biafra, ενεργός πολιτικός ακτιβιστής από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, τραγουδά με τη γνωστή λυσσαλέα οργή του για τον επιθετικό εξευγενισμό στην πόλη του, το San Francisco.

Where did they come from?

Why are they here?

 Hi-tech piranhas

 With Bluetooth barnacle ears

They want us gone

Can’t afford to be black

 Or teach school in this town

 …             

Dot com Monte Carlo

Yuppie San Francisco

 Nowhere left to go

(Jello Biafra and The Guantanamo School of Medicine, στίχοι από το  “Dot com Monte Carlo”, Enhanced Methods of Questioning, 2011)

Ο ίδιος κάνει ένα σύντομο πέρασμα στην ταινία “The Last Black Man In San Francisco”, υποδυόμενος τον ξεναγό πόλης στους ευκατάστατους λευκούς τουρίστες που απολαμβάνουν το θέαμα της εξωραϊσμένης πλέον περιοχής Fillmore District, άλλοτε με ακμαία αφροαμερικανική παρουσία εκεί. Είναι μάλιστα μια από τις σκηνές που επικεντρώνεται ο φακός πάνω στο “σπίτι”- κεντρικό σύμβολο της ταινίας, μια κλασική κατοικία του βικτωριανού τύπου   που αντιπροσωπεύει αρχετυπικά την ιστορική περιοχή. Αυτό ακριβώς που βρίσκεται στην ψυχή και το νου του πρωταγωνιστή και γύρω από το οποίο περιστρέφεται μια χαλαρή αλλά συγκινησιακά φορτισμένη  αφήγηση για τον τόπο, την ταυτότητα, την κοινότητα και το ανήκειν. Ο φακός αγκαλιάζει το Σαν Φραντσίσκο μέσα από την τρυφερή ματιά των ηρώων.

Ένα θέμα που η πολιτισμική σύγκλιση έχει φέρει κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό είναι αυτό του αστικού εξευγενισμού (gentrification). Στην περίπτωση μάλιστα του  Σαν Φραντσίσκο η διάσημη κερδοσκοπική φούσκα των εταιριών υψηλής τεχνολογίας (γνωστή ως dot-com boom) επιτάχυνε τις διαδικασίες εξευγενισμού γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90, εκτινάσσοντας στα άκρα το κόστος ζωής στην πόλη (https://en.wikipedia.org/wiki/Gentrification_of_San_Francisco). Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σύνηθες μια κινηματογραφική ταινία να το ενσωματώνει στη βασική της αφήγηση, τονίζοντας τους αποκλεισμούς μέσω του “εκτοπισμού” που επιφέρει η μανιώδης καπιταλιστική αστική ανάπτυξη, με αναφορές στην κοινωνική και φυλετική ανισότητα.

Παραγωγός και σκηνοθέτης της ταινίας “The Last Black Man In San Francisco” που διακρίθηκε στο Sundance Film Festival  φέτος, ο πρωτοεμφανιζόμενος Joe Talbot. Το σενάριο το συνυπογράφουν οι Jimmie Fails και Joe Talbot, φίλοι στην πραγματική ζωή από τα παιδικά τους χρόνια, με κοινά βιώματα, μνήμες, και μια κοσμοθεώρηση που επιδιώκουν να αναπαραστήσουν  στην οθόνη. Συγκεκριμένα, η ταινία παρουσιάζει τον ίδιο τον Fails σε μια εκδοχή κινηματογραφικής μυθοπλασίας, που υφαίνεται γύρω από την πραγματική οικογενειακή του ιστορία κατοίκησης και σχέσης με το Σαν Φραντσίσκο. Ο Jimmie Fails δηλαδή πρωταγωνιστεί και παίζει τον εαυτό του, ενώ μαζί του βρίσκεται ως κολλητός, καρδιακός του φίλος, ο Montgomery (Mont) Allen.

Διαβάστε   "Mickey 17": Ο Robert Pattinson ξυπνάει από κρυογονικό ύπνο στο πρώτο teaser trailer της πολυαναμενόμενης ταινίας του Bong Joon-Ho

Ο βασικός ήρωας προσπαθεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας να δημιουργήσει τόπο, να “φτιάξει σπίτι”, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι μαζί ντόπιος κάτοικος και εκτοπισμένος, ο  παρίας της πόλης, ένας από όλους αυτούς τους μαύρους κυρίως, που οδηγήθηκαν έξω από την πόλη, ή σε ομαδικές κατοικίες στοιβαγμένοι σε μικρά δωμάτια ή ακόμη και στην αστεγία. Ο “πρώτος μαύρος στο Σαν Φραντσίσκο”, ο παππούς του, κατοίκησε το υπέροχο σπίτι που “πρωταγωνιστεί” στην ταινία. Σε αυτό έζησαν κάποια χρόνια ο Jimmie Fails  με την οικογένειά του, μέχρι που η οικονομική πίεση τους στέρησε όχι μόνο του σπίτι αλλά και τ’ άλλα αγαθά μιας κανονικής ζωής.

Το σπίτι αυτό αποτελεί και τον θεμελιώδη τόπο παιδικής ηλικίας, οικογένειας, κοινότητας και φαντασιακής πρόσδεσης. Γι’ αυτό, σε όλη την ταινία παρακολουθούμε την εμμονική προσήλωση του Jimmie Fails να ανασυστήσει το “σπιτικό”, δράττοντας την ευκαιρία να κάνει κάτι όταν οι παρόντες ιδιοκτήτες του πρέπει να το εγκαταλείψουν. Ο Jimmie Fails παρακολουθεί το σπίτι, μαθαίνει γι’ αυτό, αναζητά τρόπους να μπει μέσα. Περιμαζεύει τα παλιά πράγματα που ανήκαν στην πατρογονική εστία, συγκεντρώνει συγγενείς και φίλους και κατορθώνει να οργανώσει μια σύντομη “κατάληψη” πραγματοποιώντας για λίγες στιγμές το μεγάλο του όνειρο. Ο Mont δίνει εκεί μια performance, στο τελευταίο συγκινητικό και δυνατό μέρος της ταινίας, αφιερωμένη σε ένα παιδικό τους φίλο που έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής με τους “λάθος νέγρους”.

Σαν ένας σύγχρονος αστικός περιπλανητής, ένας εκτοπισμένος πλάνητας του αστικού χώρου του 21ου αι., o Jimmie Fails περιφέρεται με το σκέιτ του στους δρόμους της πόλης, περπατά, περιμένει σε μια στάση λεωφορείου, άλλοτε μόνος, άλλοτε με τον Mont. Το βλέμμα του αγκαλιάζει το “δικό” του Σαν Φραντσίσκο, η έκφρασή του είναι πάντοτε σκεπτική, ο νους ανήσυχος, μοιάζει την ίδια στιγμή να ζει και να αναστοχάζεται πάνω στις συνθήκες ύπαρξής του. Η ανησυχαστική του ματιά είναι μια θλιβερή ματιά για το Σαν Φραντσίσκο που χάνεται κάτω από την επέμβαση της αστικής ανάπτυξης και του επενδυτικού λυσσαλέου κεφαλαίου που εκδίωξε τους ανθρώπους, κάνοντάς τους να μην έχουν “θέση” στον τόπο τους.

Διαβάστε   Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αποχαιρετά τον Τάκη Σπυριδάκη

Αυτόν τον κόσμο φωτίζει η ταινία, με τους συμβολισμούς να  αποτελούν ένα  κυρίαρχο στοιχείο. Οι εικόνες ποιητικές, οι σκηνές εναλλάσσονται γρήγορα. Διακρίνουμε ακόμα και μια ιδέα από μαγικό-υπερρεαλιστικό στοιχείο, όπως στη σκηνή του γυμνού άντρα που περιμένει στη στάση και συζητά με τον πρωταγωνιστή σα να μη συμβαίνει τίποτα, αλλά και στην τελευταία σκηνή που ο “τελευταίος μαύρος” (“the last black man”)  Jimmie Fails  εγκαταλείπει το Σαν Φραντσίσκο μέσα σε μια βάρκα με φόντο τη γέφυρα.

Γρήγορα εναλλάσσονται και οι  διάλογοι, που φωτίζουν τον ψυχισμό των ηρώων και εκφράζουν την κοινωνικότητα και τη μαύρη κοινότητα. Βρισιές επαναλαμβάνονται, όπως το “fuck” και η προσφώνηση “nigga”, ιδιωματισμοί,  αλλά και ειρωνικές εκφορές που έχουν να κάνουν με την ενσωμάτωση της κοινωνικής ανισότητας, την αίσθηση του ανήκειν στους παρίες. Όπως και στην εικόνα έτσι και στο λόγο δεν υπάρχει βία, παρά τρυφερότητα, συντροφικότητα, πικρία. Μια γλυκόπικρη αίσθηση αφήνει άλλωστε η πρωτότυπη μουσική επένδυση, ενώ ακούγεται σε μια όμορφη  εκτέλεση το  γνωστό τραγούδι “San Francisco” (Be Sure To Wear Flowers In Your Hair).

Η ταινία αυτή είναι λοιπόν για τον “τόπο”. Τόπος είναι οι σχέσεις, με το υλικό και το άυλο μέρος, τα αντικείμενα, τα σπίτια, τα μαγαζιά, τους ανθρώπους, τα νοήματα που χτίζονται σιγά σιγά, η βαθιά κατανόηση και η σχεδόν εθνογραφική ματιά του ανθρώπου που έρχεται με ευαισθησία και τρυφερότητα να νιώσει τη “δική του” πόλη. Δε θα ήταν υπερβολή το να δούμε στην ταινία ένα ποιητικό πολιτικό μανιφέστο, με ρητά μηνύματα, όπως στα λόγια που φωνάζει απεγνωσμένα ο μοναχικός ιεροκήρυκας στην άκρη της πόλης, στην αρχική σκηνή της ταινίας:

«Αυτό είναι το δικό μας σπίτι, πάλεψε για τη γη και το σπίτι σου… έχουν σχέδια για  μας…»

Ή στα δυνατά λόγια του Mont που ακούγονται στην performance στο σπίτι:

«…ας σπάσουμε τα κουτιά που μας φυλακίζουν και ας δώσουμε το κουράγιο ο ένας στον άλλο, να δούμε… πέρα από τις ιστορίες που μέσα τους έχουμε γεννηθεί…»

Ο αγώνας όμως είναι διανοητικός και συμβολικός και τα όριά του είναι οι ανατρεπτικές/ ενάντιες  κοσμοθεωρήσεις μας. Σε μία ταινία που η πιο βίαιη σκηνή της είναι το ανάθεμα σε μια διαφημιστική αφίσα εταιρείας ακινήτων, αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του. Γιατί οι ήρωες εδώ δεν είναι οι ενθουσιώδεις υποστηριχτές της αστικής ανάπτυξης, αλλά τα σιωπηλά θύματά της και παράλληλα αυτοί που αντιστέκονται με τη διανοητική τους δύναμη: αυτοί που ρητά διακηρύττουν ότι υπάρχει η δική μας, ανθρώπινη πόλη, και η πόλη των άλλων, των ευκατάστατων τεχνοκρατών της ανάπτυξης.

Διαβάστε   Οι "Άγριες Φράουλες" του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στους κινηματογράφους σε νέες ψηφιακές κόπιες

Στην ταινία δεν υπάρχει απάντηση για το πώς πρέπει ν’ ανταποκριθεί κάποιος σε ό, τι βλέπει να συμβαίνει πέρα από τις δυνάμεις του και τη θέλησή του, παρά μόνο η διπλή αναγνώριση ότι, από τη μία, τα υποκείμενα συνθλίβονται υπό το βάρος των συνθηκών, από την άλλη, όμως, η φωνή τους μπορεί και πρέπει να ακουστεί. Και αυτό κάνουν οι Jimmie Fails και Joe Talbot στο “The Last Black Man In San Francisco”. Μια δημιουργία στην οποία οι συντελεστές της επένδυσαν ένα βαρύ συναισθηματικό φορτίο και τη διαχειρίστηκαν επικοινωνιακά στοχεύοντας στα πολιτικά της μηνύματα και στη δυνατότητα να αφυπνίσουν. Ανοίγοντας εκ νέου μια συζήτηση για το εξευγενισμένο San Francisco, μια συζήτηση για την πόλη και την αμφισβήτηση της μονόδρομης ανάπτυξης που προκαλεί η κεφαλαιακή συσσώρευση. Στην Αμερική τουλάχιστον η ως τώρα ανταπόκριση ήταν μεγάλη, αφού τόσο οι κριτικές αποθεώνουν την ταινία, όσο και οι συντελεστές της ακούστηκαν σε μια πληθώρα εμφανίσεων και συνεντεύξεων σε διάφορα μέσα (μπορεί κάποιος να βρει εύκολα στο youtube κάποιες ζωντανές εμφανίσεις τους). Το κεντρικό τους μήνυμα με αποδέκτη το κοινό, «μάθε για τον τόπο σου, κατανόησε τις διαδικασίες εξευγενισμού, παρακολούθησε και κατέγραψε τις δραματικές αλλαγές κάτω από τον εξωραϊσμό μιας δήθεν ανάπτυξης,  για να ξέρεις ποιος είσαι και πού ανήκεις», καθιστούν την ταινία ένα εξαιρετικό και ανόθευτο πολιτικό project.

[26/8/2019]

Σημείωση

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Sundance Film Festival  στις 26 Ιανουαρίου 2019 όπου της απονεμήθηκε το βραβείο σκηνοθεσίας και το ειδικό βραβείο Δημιουργικής Συνεργασίας της κριτικής επιτροπής. Από τις  7 Ιουνίου 2019 κυκλοφορεί στις ΗΠΑ.  Oι εικόνες του κειμένου είναι επεξεργασμένα screenshots  από το trailer της ταινίας που κυκλοφόρησε η ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής Α24.

 

 

The Last Black Man In San Francisco (2019)

Σκηνοθεσία: Τζο Τάλμποτ

Ηθοποιοί: Τζίμι Φέιλς, Τζόναθαν Μέιτζορς, Ντάνυ Γκλόβερ

Διάρκεια: 121΄