The Disaster Artist: ουδέν κακόν αμιγές καλού!..

Tου Γιάννη Τοτονίδη

Το 1998 ο αινιγματικός Τόμι Γουίζο συναντά τον φιλόδοξο Γκρεγκ Σεστέρο στο Σαν Φρανσίσκο, στην αίθουσα μιας δραματικής σχολής. Η χημεία αυτών των δύο “φανατικών καλλιτεχνών” παράγει μια συμπαγή και ακλόνητη φιλία. Με όραμα την είσοδό τους στη βιομηχανία του θεάματος (Χόλιγουντ) μετακομίζουν την ίδια χρονιά στο Λ.Α. προσπαθώντας αμφότεροι να γίνουν ηθοποιοί. Η καθοδική τους όμως πορεία τους φέρνει στα πρόθυρα της παραίτησης. Αλλά, ο όρκος που έδωσαν στο σημείο θανάτου του Τζέιμς Ντιν (που θαυμάζουν και οι δύο) τους πεισμώνουν και τότε έρχεται η Ιδέα στον Γουίζο: να γράψει ένα μεγάλο δράμα, σαν του Τένεσι Ουίλιαμς και να κάνει τη δική τους ταινία. Ήρωας ένας επιτυχημένος τραπεζίτης που βλέπει τη ζωή του να καταρρέει, όταν όλοι οι άνθρωποι γύρω του αρχίζουν να τον προδίδουν και η αρραβωνιαστικιά του αποπλανά τον καλύτερό του φίλο.

Τον Ιούνιο του 2002, αφού έχουν ολοκληρώσει το κάστινγκ, έχουν αγοράσει τον εξοπλισμό και έχουν προσλάβει τους απαραίτητους επαγγελματίες, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά το καλλιτεχνικό τους όραμα που φέρει τον τίτλο «The Room». Ο Γουίζο επωμίζεται τους ρόλους του πρωταγωνιστή, σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού. Με κύριο χαρακτηριστικό το ρήγμα ανάμεσα στους δύο φίλους εξαιτίας της απόφασης του Γκρεγκ να μετακομίσει στην κοπέλα του, ο Τόμι μετατρέπεται σε άκρως αυταρχικό άτομο (μιμούμενος τον αυταρχισμό του Χίτσκοκ προς τους ηθοποιούς του) και καταστρέφει το αρραγές σώμα των συμμετεχόντων. Η σχέση σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή εκτροχιάζεται, αλλά παρόλα αυτά το φιλμ ολοκληρώνεται και από ένα παθιασμένο ρομαντικό μελόδραμα που ξεκίνησε, μετατράπηκε και έγινε γνωστό ως μια από τις χειρότερες ταινίες που έγιναν ποτέ.

“Ουδέν κακόν αμιγές καλού”. Αυτό το αρχαίο γνωμικό βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στην ταινία του αμφιλεγόμενου Αμερικανού καλλιτέχνη Τζέιμς Φράνκο. Γιατί, ο ήρωάς του από τη μία σκηνοθέτησε τη χειρότερη ταινία όλων των εποχών, αλλά από την άλλη, αυτή η διάκριση τη βοήθησε να εξελιχθεί σε μια cult διασκέδαση που οι θεατές ακατάπαυστα χλευάζουν σε sold out μεταμεσονύχτιες προβολές, περισσότερο από μια δεκαετία. Η λογική της αφηγηματικότητας παρουσιάζει ασυνέχεια, οι ερμηνείες είναι τραγικές, ενώ οι ερωτικές σκηνές είναι ξεκαρδιστικές.

Διαβάστε   The Post: τα απαγορευμένα μυστικά του Πενταγώνου

Όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις και κάθε έννοια έχει δύο οπτικές. Καλή και Κακή. Κακό είναι μια πράξη ή μία κατάσταση από την οποία προκύπτει, ή τείνει να προκύψει, αποτέλεσμα που αντίκειται σε μια ηθική (ή αισθητική). Κακό συνήθως θεωρείται το εννοιολογικά αντίθετο του Καλού. Στο σινεμά αυτή η αισθητική (παράγεται από την “αίσθηση”, την εμπειρία που προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων) σαφώς είναι καθορισμένη. Έτσι, κακή (ή χειρότερη) θεωρήθηκε η ταινία εξαιτίας πολλών αισθητικών παραβάσεων. Όπως πολύ σοφά έλεγε ο προσωκρατικός φιλόσοφος Δημόκριτος: «Στους ανθρώπους από τα καλά δημιουργούνται κακά, όταν κάποιος δεν γνωρίζει να οδηγεί τα καλά και να τα κατευθύνει σωστά». Ο Γουίζο δημιούργησε κάτι κακό, επειδή ακριβώς και δε γνώριζε να οδηγήσει τους συνεργάτες του στα αισθητικά μονοπάτια που έχει διηθήσει εδώ και πολλές δεκαετίες η τέχνη του κινηματογράφου, αλλά και δε γνώριζε να τους κατευθύνει σωστά. Ο Γουίζο δεν ήταν απλά αυτοδίδακτος, ήταν α-δίδακτος.

Ως ενσυναίσθηση ορίζεται η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του. Ο Γκρεγκ είχε ενσυναίσθηση για τον Γουίζο. Ήταν ο μοναδικός, ακόμη και τις πιο άσχημες στιγμές τους, που έδειχνε κατανόηση απέναντί του. Οι υπόλοιποι γύρω τους δεν ένιωθαν ούτε καν συμπάθεια (συναισθηματική, επιφανειακή και μη αντικειμενική αναγνώριση) προς τον σκηνοθέτη ή συμπόνια. Ίσως θα ήταν σωστό αν λέγαμε ότι ένιωθαν το αντίθετο της ενσυναίσθησης: εμπάθεια (προκατάληψη και αρνητική στάση).

Στην ταινία κανείς δε γνωρίζει κάτι συγκεκριμένο για τον αινιγματικό Τόμι Γουίζο. Ψάχνοντας όμως στο διαδίκτυο πληροφορείσαι ότι γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1955 στο Πόζναν της Πολωνίας (προφανώς εκεί οφείλεται η ιδιόρρυθμη προφορά του που έκρυβε επίμονα). Αυτό βέβαια δεν είναι το μόνο που έκρυβε. Κανείς δε γνωρίζει την οικονομική του επιφάνεια και πού βρήκε τόσα πολλά χρήματα. Κανείς δε γνωρίζει (στην ταινία), ούτε αναφέρει ο ίδιος, την πραγματική του ηλικία. Κανείς δε γνωρίζει τι δουλειά είχε στο Σαν Φρανσίκσο, ενώ είχε σπίτι και στο Λ.Α., όπου θα μπορούσε να έμενε εξαρχής κυνηγώντας το όνειρό του. Κανείς δε γνωρίζει αν του άρεσαν οι άντρες ή οι γυναίκες. Δε δίνεται κάποια αιτιολόγηση, γιατί δεν ήθελε να έχει κοπέλα ο Γκρεγκ και τον ήθελε αποκλειστικά δικό του. Γιατί πείσμωσε και θύμωσε τόσο πολύ, όταν εκείνος αποφάσισε να μετακομίσει στην κοπέλα του. Διαστρεβλωμένη άποψη της φιλίας; Ομοφυλοφιλία σε λανθάνουσα κατάσταση; Εγωισμός; Ή τάχα το εξέλαβε ως προδοσία; Κανείς επίσης δε γνωρίζει, γιατί ο Τόμι δεν ήθελε να μιλούν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ούτε ο Τζέιμς Φράνκο παίρνει θέση και ενδιαφέρεται να φωτίσει αυτές τις σκοτεινές πτυχές της ιδιόρρυθμης φυσιογνωμίας του ήρωά του.

Διαβάστε   The Disaster Artist

Το φιλμ είναι δραμεντί, βιογραφικό δράμα, ταινία μέσα σε ταινία και έχει ως επίκεντρο τη φιλία και το κυνήγι του Ονείρου. Παρακολουθεί τα στάδια που απαιτήθηκαν για τη δημιουργία του «The Room», της “καλύτερης χειρότερης ταινίας όλων των εποχών”, “του Πολίτη Κέιν των κακών ταινιών”. Βασισμένο στο βιβλίο των Γκρεγκ Σεστέρο και Τομ Μπίσελ «The Disaster Artist: My Life Inside the Room, The Greatest Bad Movie Ever Made» μας αποκαλύπτει την αυθεντική ερασιτεχνική αγάπη του σκηνοθέτη του, κόντρα σε όσους τον χλεύαζαν και το πόσο παράφορα παθιασμένος ήταν απέναντι στο δημιούργημά του. Μπορεί ο Γουίζο να ήταν πολύ κακός σε αυτό που έκανε, όμως αγαπούσε πάρα πολύ αυτό που έκανε. Μέσα από άθλια καλλιτεχνικά στιγμιότυπα του κεντρικού χαρακτήρα του, ο Φράνκο με δημιουργική τρέλα και σουρεαλιστική ερμηνεία σκιαγραφεί τις εμμονικές ονειροπόλες αναζητήσεις ενός καλλιτεχνικά ανάπηρου δημιουργού, την ψευδαίσθηση για την Επιτυχία και την απέραντη αγάπη του σε αυτό που έκανε, αποδίδοντάς τον με θαρρετή ερμηνεία. Για να μεταμορφωθεί στον αλλόκοτο ήρωά του υπέμενε 2,5 ώρες καθημερινά το λεπτομερές μακιγιάζ που χρειαζόταν και πολύ δίκαια, η ασυναγώνιστη ερμηνεία του βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα.

Βλέποντας την ταινία αναπόφευκτα η μνήμη μου ανέτρεξε στο 1994, στην ταινία του Τιμ Μπάρτον «Εντ Γουντ». Μια ταινία για τον χειρότερο σκηνοθέτη που έχει περάσει ποτέ από το Χόλιγουντ. Ο Γουντ δε γνώρισε ποτέ εμπορική επιτυχία και η βιομηχανία θεάματος τον αντιμετώπισε ως αλλόκοτο. Οι ταινίες του χαρακτηρίστηκαν “οι χειρότερες των χειροτέρων”. Η αλήθεια βέβαια έγκειται στο ότι δεν έβρισκε εύκολα χρηματοδότες. Γι’ αυτό περιόριζε τα έξοδα συνεχώς, γύριζε πολλές σκηνές την ίδια μέρα και χρησιμοποιούσε ότι φτηνότερο εφέ κυκλοφορούσε στην αγορά. Όλα αυτά όμως μετέτρεψαν τις ταινίες του σε cult, έγιναν αντικείμενο μελέτης και ο ίδιος θεωρείται εμβληματική μορφή στο χώρο των B-Movies.

Διαβάστε   Φεστιβάλ Sundance 2022: με το βλέμμα στο αύριο του ανεξάρτητου σινεμά!

Τα ερωτήματα λοιπόν που μου γεννώνται είναι: Αν ο Εντ Γουντ ήταν ο χειρότερος σκηνοθέτης, τότε γιατί ο χειρότερος σκηνοθέτης δε γύρισε τη χειρότερη ταινία; Μήπως ο Γουίζο είναι ο χειρότερος σκηνοθέτης και όχι ο Εντ Γουντ; Πόσα “χειρότερο” μπορούν να υπάρχουν; Μπορεί το “χειρότερο” να μετατραπεί σε “καλύτερο”; Εκατοντάδες ταινίες που ήταν υποψήφιες ή κέρδισαν Όσκαρ ήδη έχουν ξεχαστεί από το μέσο θεατή, γιατί όμως “η χειρότερη ταινία” να μένει διαχρονικά ζωντανή; Τελικά, είναι καλύτερο το “χειρότερο”, παρά το “μέτριο” ή το “καλό”;

Αυτός ο φόρος τιμής προς το ανοσιούργημα του 2003 μας υπενθυμίζει ότι τελικός κριτής είναι πάντα το κοινό και ότι πολλές φορές πάει κόντρα στις προβλέψεις όσων διαβλέπουν τις ταινίες ως πηγή δολαρίων. Επιπρόσθετα, η ταινία σχολιάζει έξυπνα το «οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι». Στους τίτλους τέλους αντιπαραβάλονται σκηνές του αληθινού «The Room» με αυτές του «The Disaster Artist», όπου φαίνεται ο σεβασμός του Φράνκο για την πιστή αναπαράσταση της θρυλικής ταινίας.

The Disaster Artist

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Φράνκο

Ηθοποιοί: Τζέιμς Φράνκο, Ντέιβ Φράνκο, Σεθ Ρόγκεν, Άλισον Μπρι, Ζακ Έφρον

Διάρκεια: 104΄

 

* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.