I, Tonya: Το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου…

Του Γιάννη Τοτονίδη*

Ξεχάστε τις εικόνες που έχετε στο μυαλό σας από τις καλύψεις της κρατικής τηλεόρασης με αφηγητή το μοναδικό Αλέξη Κωστάλλα και τις χορογραφημένες κινήσεις των αθλητών πάνω στον πάγο, υπό τους ήχους –συνήθως– κλασσικής μουσικής. Γιατί έχουμε να κάνουμε με μια αντισυμβατική βιογραφία, κοφτερή σαν τη λεπίδα των παγοπέδιλων που βασίζεται σε πραγματικά μεν, αλλά αλλόκοτα γεγονότα, προβάλλοντας ένα από τα πιο συγκλονιστικά σκάνδαλα στα αθλητικά χρονικά του καλλιτεχνικού πατινάζ, όπου συνδυάζεται η μαύρη κωμωδία και το ψευδοντοκιμαντέρ.

1991.Το φτωχοκόριτσο Τόνια Χάρντινγκ κερδίζει, μετά από πολύ επίπονες προσπάθειες, το Αμερικανικό πρωτάθλημα καλλιτεχνικού πατινάζ πραγματοποιώντας τριπλό axel. Είναι η πρώτη γυναίκα που κατάφερε κάτι παρόμοιο στην ιστορία του αθλήματος. Αφού έγινε πρωταθλήτρια στις ΗΠΑ, εκπροσώπησε τη χώρα της στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1994. Τρία χρόνια μετά όμως, βρίσκεται κατηγορούμενη για την επίθεση και τραυματισμό της συναθλήτριας της Νάνσι Κέριγκαν. Στη δίκη που ακολούθησε παραδέχτηκε την ενοχή της, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση με αναστολή, πρόστιμο 100.000 δολαρίων, επιπρόσθετο πρόστιμο 50.000 δολαρίων για τη δημιουργία ταμείου για τους Παραολυμπιακούς αγώνες, 500 ώρες κοινωνικής εργασίας, υποχρεωτική ψυχιατρική παρακολούθηση και αποκλείστηκε για πάντα από την Ένωση Καλλιτεχνικού Πατινάζ των ΗΠΑ. Την επίθεση είχε οργανώσει ο πρώην σύζυγος της, Τζεφ Γκιλούλι, σε συνεννόηση με τον σωματοφύλακά της Σον Έκαρντ και δύο συνεργάτες του, οι οποίοι αντιμετώπισαν 18μηνη φυλάκιση. Μετά από αυτό η Τόνια ξεκίνησε μια ανεπιτυχή καριέρα στη μουσική, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το μποξ, αλλά τελικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά από επτά αγώνες λόγω άσθματος.

Δύο είναι τα σημεία κλειδιά για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της Τόνια. Πρώτο και σημαντικότερο, η αθυρόστομη μητέρα της Λαβόνα, μια άψυχη περσόνα, κυνική, ακραία αυταρχική, μισάνθρωπος, αδίστακτη, χωρίς τύψεις για την αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά ή τις προσβολές ή το ξύλο που της ρίχνει. Αυτή αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα της πορείας της Τόνια ως επαγγελματία του καλλιτεχνικού πατινάζ, αλλά και του τρόπου που γαλουχήθηκε να αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις τριγύρω της. Γεγονός που την οδήγησε στην τραγική επιλογή συντρόφου, με τον οποίο τελικά παντρεύτηκε και χώρισε αρκετές φορές.

Δεύτερο σημείο είναι αυτό ακριβώς το πρόσωπο, ο σύζυγός της Τζεφ, ο οποίος είναι γλυκός μαζί της, αλλά συνήθως επιθετικός, μέχρι σημείου χειροδικίας. Εξαιτίας του γάμου της σε τόσο μικρή ηλικία, περιφρονήθηκε από το σύνολο των κριτών και δεν κέρδισε ποτέ την εκτίμηση ή το σεβασμό τους, επειδή αυτή η εικόνα απείχε πολύ από το ιδανικό πρότυπο της «άψογης» Αμερικανίδας πρωταθλήτριας που ήθελε να προβάλλει το άθλημα. Το χειρότερο όλων όμως ήταν, ότι με όλα αυτά ήρθε σε άμεση ρήξη με τον αυστηρότερο κριτή των κριτών: το κοινό που “ανεβάζει” και “κατεβάζει” αθλητές, καλλιτέχνες, πολιτικούς και όλους όσους εξαρτώνται άμεσα από τη γνώμη του. Για όλα όσα της συνέβησαν, η Τόνια ρίχνει το μερίδιο ευθύνης σε όλους, εκτός φυσικά από τον εαυτό της, ισχυριζόμενη διαρκώς ότι δεν έφταιγε σε τίποτα!

Η ταινία είναι κοινωνικοπολιτική. Η μικρούλα Τόνια μεγαλώνει σε ένα λαϊκό και φτωχικό περιβάλλον. Η μητέρα της δε δείχνει να την αγαπά, περισσότερο δείχνει πως θέλει να εκμεταλλευτεί το ταλέντο της στο πατινάζ και να λύσει το οικονομικό της πρόβλημα. Ο πατέρας της τους εγκαταλείπει πολύ νωρίς. Όλα αυτά της δίνουν τα υλικά για να κοντραριστεί με τα στερεότυπα που απαιτεί το άθλημα: πλούσια καταγωγή, όμορφη και ακριβή στολή και θηλυκότητα. Η Τόνια είναι πολύ λαϊκό κορίτσι, ράβει μόνη τη φτηνιάρικη στολή της και είναι σέξι, τσαμπουκαλού, με πολύ οργισμένο βλέμμα. Ερωτεύεται τον πρώτο τυχόντα και αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από αυτόν, επειδή έχει γαλουχηθεί στη βία. Γι’ αυτό και δε διστάζει να ζητά εξηγήσεις από τους κριτές για τους βαθμούς τους, να αντιμάχεται την προπονήτρια και την άξεστη μητέρα της και να τρώει γενικά τα μούτρα της. Είναι αντισυμβατική προσωπικότητα με έντονα αντιδραστική συμπεριφορά.

Διαβάστε   "Bad Education": ρεσιτάλ ερμηνείας από τον Χιου Τζάκμαν!..

Η ταινία είναι αστυνομική. Υπάρχουν όλα τα στοιχεία που διακρίνουν το είδος. Ίντριγκα, παρασκήνιο, υπόγειοι χαρακτήρες, μυστήριο, συνωμοσίες, βιαιοπραγία, ένταση, δόλος. Και όχι μόνο. Προσαγωγές, ανακρίσεις, αλληλοκατηγορίες, δίκες, δημοσιογράφοι, πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ σε δελτία ειδήσεων, αποφάσεις, τιμωρίες.

Η ταινία πάνω από όλα είναι ταξική! Το καλλιτεχνικό πατινάζ βασίζεται στο χρήμα. Χρήματα για μια καλή προπονήτρια, χρήματα για μια εντυπωσιακή στολή, χρήματα για ταξίδια, συμμετοχές, διανυκτερεύσεις κατά τη διάρκεια των αγώνων και πόσα άλλα έξοδα μέχρι να πλησιάσει ο/η αθλητής/τρια στο επαγγελματικό επίπεδο και να βρεθούν χορηγοί που θα ελαφρύνουν τα κόστη. Όπως φαίνεται στην ταινία, οι κριτές είναι αρνητικοί απέναντι σε μια φτωχή αθλήτρια με λαϊκό υπόβαθρο, παρόλο το ταλέντο και τις περίτεχνες κινήσεις της. Σε αυτές τις αθλητικές διοργανώσεις υπάρχει τεράστιο ταξικό χάσμα ανάμεσα στην “πλέμπα” ή –όπως συνηθίζεται να λέγεται στην αμερικάνικη slang– στους “poor white people” ή “white trash Americana” και στους γόνους μεγαλοαστών Αμερικάνων, προβάλλοντας το άψογο προφίλ της χώρας. Και αν κατά λάθος καταφέρει να παρεισφρήσει κάποιο outsider, τότε πάντα υπάρχουν λόγοι για να μειώνεται η προσπάθεια και να  φιμώνεται το ταλέντο.

Ο Γκιλέσπι («Ο Λαρς και η Κούκλα του», «Νύχτα Τρόμου») επιλέγει να δώσει στην ταινία νευρώδη αφηγηματικό ρυθμό, ενώ ακολουθεί τη χρήση της φόρμας του ψευδοντοκιμαντέρ για να δώσει βαρύτητα και οντότητα στο δημιούργημά του. Στήνει αποσπάσματα συνεντεύξεων κυρίως της κακοποιημένης Τόνια και του βίαιου συζύγου της, αλλά και όλων των χαρακτήρων που έπαιξαν ρόλο στη ζωής της, όπου ο καθένας αφηγείται τη δική του εκδοχή των γεγονότων και των πράξεών τους. Με τον τρόπο αυτόν επιχειρεί να φωτίσει τις κρυφές πτυχές της ζωής και προσωπικότητας της ηρωίδας, αφήνοντας να ειπωθεί η ιστορία από τη δική της πλευρά και όχι όπως έγινε γνωστή από τα αδηφάγα ΜΜΕ της εποχής, παρουσιάζοντάς την ως θύμα της Ζωής, του Συστήματος και κυρίως της μητέρας της (η οποία στο τέλος δε δίστασε να “φορέσει” κοριό για να καταδώσει την κόρη της). Επιτυγχάνοντας, τελικά, να αναδείξει το εσωτερικό δράμα μιας νέας γυναίκας, η οποία προσπαθεί να πιάσει το αμερικάνικο Όνειρο.

Διαβάστε   Destroyer: η Νικόλ Κίντμαν σ' έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της...

Ξεκινά από την παιδική ηλικία της πρωταθλήτριας, όπου σε ηλικία τεσσάρων ετών η μητέρα της ανακαλύπτει το ταλέντο της στο άθλημα, περνάει στη φτωχογειτονιά του Πόρτλαντ όπου μεγάλωσε με εικόνες ενδοοικογενειακής βίας, καλύπτει την άσχημη, μέχρις ορίων κακοποίησης, συμπεριφορά της Λαβόνα, ακόμη και μετά την ενηλικίωση της κόρης, συνθέτοντας σταδιακά το πορτραίτο της ατίθασης κοπέλας. Κι ενώ παρακολουθούμε τη γνωριμία και τον έρωτά της με τον Τζεφ και θεωρούμε ότι από εκεί και πέρα θα στρώσει η ζωή της, διαπιστώνουμε ότι ουσιαστικά η Τόνια μεταπηδά από τον έναν κύκλο βίας στον άλλον. Μόνο που αυτοί δεν είναι ακριβώς κύκλοι, αλλά σπειροειδείς τροχιές που κορυφώνονται στην αποτρόπαια εγκληματική ενέργεια εναντίον της συναθλήτριάς της.

Αν και η οπτική ματιά του Γκιλέσπι μοιάζει με συγχωροχάρτι για την αληθινή Τόνια Χάρντινγκ, ρίχνοντας φταίξιμο στις άθλιες συνθήκες (οικογενειακό-κοινωνικο-οικονομικές) της παιδικής της ηλικίας, εν τούτοις δε συμφωνεί καθόλου μαζί του η Τζέι Ε. Βέιντερ, αθλητικογράφος την εποχή του μεγάλου σκανδάλου Τόνια Χάρντινγκ – Νάνσι Κέριγκαν, η οποία κάλυπτε το αμερικανικό καλλιτεχνικό πατινάζ για την εφημερίδα “Τhe Oregonian”. Με τίτλο στο κείμενό της I, Nauseated (“Θα Ξεράσω”) γράφει: «Μου ήταν επώδυνο να πληρώσω χρήματα για το εισιτήριο, ξέροντας ότι μέρος των εισπράξεων θα καταλήξουν σε μία αμετανόητη εγκληματία. Και ιδιαίτερα γνωρίζοντας πόση σημασία δίνει η ίδια στα χρήματα».

Εν ολίγοις, ισχυρίζεται ότι η αθλήτρια αλλάζει συνεχώς την ιστορία της εδώ και 24 χρόνια, ότι ολόκληρες σκηνές είναι κατασκευασμένες και δεν έγιναν ποτέ και ότι τα αρχικά πλάνα της Χάρντινγκ ήταν «να σκοτώσουν την Κέριγκαν ή τουλάχιστον να της κόψουν τον Αχίλλειο τένοντα και συμβιβάστηκε με το να της σπάσουν το γόνατο στο πόδι που χρησιμοποιεί για να προσγειώνεται από τα άλματα». Τελειώνει δε το άρθρο της λέγοντας: «Ζούμε σ’ έναν κόσμο που θαυμαστές κάνουν ουρές για μία selfie με τον Ο. Τζέι Σίμπσον και τον Μάικ Τάισον. Όπου άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι ο πλανήτης είναι επίπεδος, τα εμβόλια βλαβερά και η κλιματική κρίση μία φάρσα. Όπου ο Πρόεδρός μας μάς λέει ένα σωρό ψέματα, κάθε μέρα. Γιατί λοιπόν να μην πιστέψει κανείς ότι η Τόνια Χάρντινγκ είναι μία λαϊκή ηρωίδα;».

Εγώ απλά θα σημειώσω ότι ο κινηματογράφος γενικότερα, αλλά ιδιαίτερα ο αμερικάνικος κινηματογράφος, ούτε είναι δικαστήριο να αποδίδει δικαιοσύνη ούτε αναπαριστά την πραγματικότητα. Συνήθως, χρησιμοποιεί μια κάποια αλήθεια και τη διανθίζει με άλλα κατασκευασμένα στοιχεία ικανά να προσελκύσουν το κοινό. Είναι η οπτική ματιά που βλέπει ο κάθε σκηνοθέτης το θέμα του και κρίνεται για το τεχνικό αποτέλεσμα και όχι για το αίσθημα του δικαίου. Τι να πούμε και εμείς, οι Έλληνες, με τις μεταφορές που είδαμε στη μεγάλη οθόνη για τον Ηρακλή, την Τροία, τον Ιάσονα και τόσες άλλες ιστορίες μας που διαστρέβλωσε κινηματογραφικά το Χόλιγουντ για χάρη της θεαματικότητας; Έπρεπε να κάνουμε διάβημα στον ΟΗΕ;

Ολοκληρώνοντας, πρόκειται για ένα πολυσύνθετο ωμό δράμα ενδοοικογενειακής βίας, ταξικής πάλης, αστυνομικής πλοκής και αρκετών αντιθέσεων, με έντονα χιουμοριστική, ειρωνική και συνάμα καρτουνίστικη διάθεση (όλα αυτά πηγάζουν μέσα από την απόλυτη τραγικότητα της κατάστασης), με  χαρακτήρες –αν και αληθινούς– που θα μπορούσαν να είχαν ξεπροβάλλει μέσα από κάποια φανταστική ιστορία των αδερφών Κοέν, όλα δομημένα με την εξαιρετική, ευφυή έμπνευση της τεχνικής “breaking the fourth wall”. Το “σπάσιμο ή γκρέμισμα του τέταρτου τοίχου”, συγκεκριμενοποιήθηκε όταν μίλησε γι’ αυτό η Denis Diderot και διαδόθηκε στο θέατρο του 19ου αιώνα, προσδίδοντας στα έργα ρεαλισμό. Τέταρτος τοίχος (the fourth wall) ονομάζεται η πλευρά που ενώνει το θεατή από το θέαμα, δηλαδή τη θεατρική παράσταση ή την ταινία, αφού είναι σα να βλέπουμε μέσα από ένα διάφανο τοίχο. Πολλές φορές λοιπόν κατά τη διάρκεια διαφόρων συμβάντων οι ήρωες στρέφονται ξαφνικά προς την κάμερα (προς το θεατή), σα να μας εκμυστηρεύονται, σα να μας αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο τις σκέψεις τους.

Διαβάστε   "Ο Σερβιτόρος": Η ζωή σε ευθεία γραμμή. Ούτε καμπύλη, ούτε τεθλασμένη...

Η Μάργκο Ρόμπι, η οποία για τις ανάγκες του ρόλου διδάχτηκε πατινάζ (οι σκηνές της είναι μία μίξη από δικά της γυρίσματα, κασκαντέρ και ειδικά εφέ) αποδίδει με εξαιρετικά μανιασμένη ερμηνεία την Τόνια (λογική κρίνεται η υποψηφιότητά της για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου), ο Ρουμανο-αμερικανός Σεμπάστιαν Σταν αποδεικνύεται απόλυτη επιλογή ως απειλητικός σύζυγος, ενώ εκείνη που κλέβει την παράσταση (πιστεύω θα κλέψει και το Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου) είναι η ήδη βραβευμένη με 6 Έμμυ σπουδαία καρατερίστα Άλισον Τζάνεϊ, ως μητέρα της Τόνια. Άρτια τεχνικά σε όλα της η ταινία, από το εκπληκτικό σενάριο του Στίβεν Ρότζερς (“P.S. I Love You”), την υπέροχη Φωτογραφία του “δικού” μας Νικόλα Καρακατσάνη, την Καλλιτεχνική Διεύθυνση της Τζέιντ Χέιλι, τα εκθαμβωτικά Κοστούμια της Τζένιφερ Τζόνσον, τις εξαιρετικά χορογραφημένες σεκάνς του πατινάζ, μέχρι το εκστασιακό Μοντάζ της Τατιάνα Ρίγκελ, για το οποίο βρίσκεται υποψήφια για το αντίστοιχο Όσκαρ. Τριπλό λοιπόν –από υποψηφιότητες Όσκαρ– axel για την ταινία και σε δύο βδομάδες περίπου θα δούμε τι βαθμολογία –Όσκαρ– θα συγκεντρώσει από τους κριτές.

 

 ΕΓΩ, Η ΤΟΝΙΑ (I, TONΥA)

 

Σκηνοθεσία: Κρεγκ Γκιλέσπι

Ηθοποιοί: Μάργκο Ρόμπι, Άλισον Τζάνεϊ, Σεμπάστιαν Σταν

Διάρκεια: 119΄

 

https://www.youtube.com/watch?v=265nq47Y3L0

 

* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.