“1945”: η αμφιβολία δηλητηριάζει τα πάντα χωρίς να σκοτώνει τίποτα…

Του Γιάννη Τοτονίδη

Αύγουστος του 1945. Λίγο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι πληγές που έχει αφήσει στους επιζήσαντες είναι ακόμη νωπές και δεν έχουν επουλωθεί. Είναι μια από τις πιο καυτές μέρες αυτού του μήνα. Στο σιδηροδρομικό σταθμό ενός μικρού Ουγγρικού χωριού καταφθάνουν δύο Ορθόδοξοι Εβραίοι: ένας ηλικιωμένος άνδρας και ο γιος του, ντυμένοι στα μαύρα και κουβαλώντας δύο μικρά κιβώτια. Το χωριό βρίσκεται υπό τη σκιά της σοβιετικής κατοχής, αλλά οι κάτοικοι είναι προσηλωμένοι στην προετοιμασία ενός γάμου. Ο κοινοτάρχης παντρεύει το μοναχογιό του και η ευδιαθεσία όλων είναι έκδηλη. Ίσως όχι τόσο για το γάμο αυτόν καθαυτόν, αφού ούτε η νύφη τον πολυθέλει (στην πραγματικότητα εξαναγκάζεται) ούτε η πεθερά. Πιο πολύ επειδή όλο το χωριό βλέπει μια αφορμή για να διασκεδάσει, να χορέψει και κυρίως να πιει άφθονα, προκειμένου να εκτονωθεί μετά από τόσα χρόνια πολέμου ζώντας κάτω από την τεράστια σκιά του Θανάτου.

Ο Άνεμος της Αμφιβολίας

 έσβησε τη φλόγα

   από το κερί της Πίστης.

Υπερφίαλες κορασίδες πυρπολούν   

χαιρέκακα την Ευδαιμονία.

Το σαρκοφάγο Τέρας

της Απογοήτευσης

 κατασπαράζει λαίμαργα

     την άδολη Αγάπη

Η άφιξη των δύο αμίλητων αντρών επιφέρει μεγάλη αναστάτωση στους καχύποπτους κατοίκους, οι οποίοι στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων βλέπουν το πρόσφατο παρελθόν τους. Ιδιαίτερα τις πλεκτάνες, τις προδοσίες και τις καταδόσεις που χρειάστηκε να κάνουν, προκειμένου να κερδίσουν όσα τους ανήκουν σήμερα. Σταδιακά πληροφορούμαστε ότι οδήγησαν φίλους τους Εβραίους στα ακονισμένα νύχια των Ναζί, οι οποίοι τους μετέφεραν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου γράφτηκαν πολλές μελανές σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας. Επειδή η Ενοχή είναι ένα σκουλήκι που τρυπάει τα σωθικά και απεγκλωβίζει τη Συνείδηση, όλοι φοβούνται να βρεθούν αντιμέτωποι με τη δική τους Συνείδηση. Τι κι αν είναι μόνο δύο άντρες οι επισκέπτες; Οι χωρικοί τρέμουν από φόβο και μόνο με την ιδέα ότι πιθανόν εκείνοι είναι κάποιοι συμπατριώτες τους Εβραίοι επιζώντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που επέστρεψαν, για να διεκδικήσουν την περιουσία τους, που αυτοί έχουν καταχραστεί. Τρέμουν από φόβο πως θα εξαναγκαστούν να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το ένοχο παρελθόν τους. Τρέμουν από φόβο κυρίως για τις συνέπειες που θα προκύψουν από μια τέτοια διεκδίκηση.

Τοξικότητα είναι η διαβάθμιση της δυνατότητας μια ουσίας να προκαλέσει βλάβη σε έναν οργανισμό. Μια τοξική ουσία εισέρχεται στον οργανισμό με τρεις τρόπους: Με απορρόφηση μέσω του πεπτικού συστήματος, μέσω της αναπνοής ή μέσω του δέρματος. Στη συνέχεια αποθηκεύεται, αποβάλλεται ή μετατρέπεται σε κάποια άλλη ουσία (βιομεταλλαγή). Υπάρχουν κάποια όργανα τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις τοξικές ουσίες, όπως το συκώτι, τα νεφρά, καθώς και το αίμα. Ένας τρόπος μέτρησης της τοξικότητας είναι η ποσότητα που απαιτείται για να προκληθεί οξεία αντίδραση του οργανισμού, όπως καταστροφή βασικών οργάνων, κώμα ή ακόμα και θάνατος.

Ο Νίτσε είπε: “Η αμφιβολία δηλητηριάζει τα πάντα χωρίς να σκοτώνει τίποτα”. Δε γνώριζε τότε ότι η αμφιβολία είναι τοξικότερη από το πιο τοξικό αέριο, από το πιο τοξικό απόβλητο που έχει καταγραφεί από τους επιστήμονες. Εισέρχεται όχι στον οργανισμό του ατόμου, αλλά στον ψυχοσυναισθηματισμό του. Η ιδιομορφία της είναι ότι αποθηκεύεται, δεν αποβάλλεται και μετατρέπει το Άτομο που διακατέχεται από αυτήν σε απρόβλεπτο. Τα σημεία που προσβάλει είναι ο Νους και η Ψυχή. Δεν υπάρχει τρόπος, ούτε μονάδα μέτρησής της, αλλά τα συμπτώματα που προκαλεί είναι νευρικότητα, έντονη σκέψη, προβληματισμός, αδιέξοδο. Αν μάλιστα συνδυαστεί με την Ενοχή, τότε παρατηρούνται τάσεις προς Αποκάλυψη και αυτοτιμωρία. Ενίοτε, σε αυξημένες τιμές, ακόμη και στο θάνατο.

Διαβάστε   Το τρένο της μεγάλης ταξικής φυγής

Η αμφιβολία που γεννάται στις καρδιές όλων των χωρικών είναι άκρως τοξική. Όσο αμίλητοι είναι οι επισκέπτες, τόσο αγχωμένοι είναι οι ίδιοι. Ιδιαίτερα η άρχουσα τάξη που οργάνωσε όλη αυτήν τη μηχανορραφία, εμπλέκοντας στα πλοκάμια της σχεδόν όλο το χωριό. Όλοι υπέγραψαν αλυσιδωτά ως μάρτυρες, ο ένας για την αποδοχή κληρονομιάς κάποιου άλλου, σύμφωνα με τους κανόνες της μαφίας. Για να μη μπορεί να προδώσει ο ένας τον άλλον. Και αν κάποια στιγμή το αποφασίσει κάποιος, τότε ό,τι κακό επιφέρει στο συνένοχό του, θα του επιστραφεί ισοδύναμο, όπως διατείνεται ο 3ος Νόμος του Νεύτωνα περί Δράσης και Αντίδρασης. Αν, όμως, παρόλη τη διακαή επιθυμία του για δικαιοσύνη αδυνατεί να το πράξει, επειδή οι δεσμοί είναι ισχυροί, τότε η αμφιβολία οδηγεί το Άτομο στον ψυχοσυναισθηματικό διαμελισμό του και ως μοναδική λύση φαντάζει η αυτοχειρία.

Η τοξικότητα οξειδώνει τις αλήθειες που αποδεσμεύονται από τις αλυσίδες της υποκρισίας, απελευθερώνοντας βαθιά κρυμμένα κοινά μυστικά. Το μελανό κομμάτι της Ιστορίας γίνεται ανεξίτηλη σφραγίδα στις πιο αθώες νεανικές καρδιές που δεν αντέχουν την ντροπιαστική στάση των παλαιοτέρων σχετικά με τους Ναζί και τις απελάσεις των Εβραίων. Ο δρόμος γι’ αυτούς είναι η Φωτιά ή η Φυγή. Το πορθμείο για τη νησίδα της Λύτρωσης είναι φιλόξενο για όσους ονειρεύονται, αλλά το ταξίδι επικίνδυνο και τολμηρό. Γιατί η θάλασσα της πλουτοκρατίας (συνήθως παράνομης) και της απανθρωπιάς είναι απέραντη και ερεβώδης. Ο βαρκάρης θα μεταφέρει αυτές τις ψυχές απέναντι δεχόμενος ως οβολό την Πίστη στην Ιδέα της Αλλαγής. Όμως, τις υπόλοιπες νεκρές ψυχές θα τις ρίξει στα απύθμενα βάθη του Αχέροντα. Ποτέ πριν μια τόσο ειρηνική έλευση δεν προκάλεσε τόσο Φόβο! Ποτέ πριν μια τόσο ειρηνική έλευση δεν άλλαξε ριζικά τη φαινομενικά ήσυχη ζωή ενός τόπου. Ποτέ πριν μια τόσο ειρηνική έλευση δε δίχασε τόσο πολύ ένα χωριό, κάνοντας θρύψαλα τις οικογενειακές σχέσεις.

Ο Ούγγρος σκηνοθέτης επιλέγει το μικρό διήγημα του Γκάμπορ Τ. Ζάντο “Homecoming” (με τον οποίο συγγράφει το σενάριο), για να μιλήσει με ευαισθησία για ένα θέμα της Ιστορίας, όχι ιδιαίτερα γνωστό και όχι απαραίτητα τοπικό. Με τόλμη, μέσα από τις ασπρόμαυρες στυλιζαρισμένες εικόνες του έμπειρου Διευθυντή Φωτογραφίας Έλεμερ Ραγκάλι που ξεβράζουν τα στοιχειωμένα μυστικά, την αδικία και το έγκλημα που έχει τελεστεί, ανασύρει από το χρονοντούλαπο του Ολοκαυτώματος διαχρονικά ερωτήματα, όπως: μέχρι πόσα μπορεί να απολέσει ο Άνθρωπος και μέχρι ποια γκρίζα σημεία μπορεί να βαδίσει, προκειμένου να σβήσει την υλιστική δίψα του; Αν ο νέος κόσμος κουβαλά τόσες ενοχές και τόσα επώδυνα τραύματα, μπορεί να γίνει ποτέ καλύτερος από τον παλιό; Αν η Ειρήνη περικλείει τόση μελαγχολία, πώς θα μπορέσει να αναστηλώσει την Ελπίδα; Μπορεί η ανάγκη για επιβίωση να αντισταθμίσει τη συλλογική ενοχή των κατοίκων ενός χωριού;

Διαβάστε   Χολιγουντιανοί πιθηκισμοί…

Οι πολυάριθμοι εξωτερικοί χώροι είναι επιλεγμένοι προσεκτικά από τον αρχιτέκτονα και σχεδιαστή παραγωγής Λάζλο Ράτζικ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το production design στον πρόσφατο ουγγρικό νικητή των Όσκαρ «Ο Γιος του Σαούλ». Γιατί επιλέγει ο σκηνοθέτης το ασπρόμαυρο χρώμα; Ίσως για να δώσει μια αίσθηση αυθεντικότητας στην ιστορία του. Ίσως -κατ’ εμέ- γιατί με αυτόν τον τρόπο του δίνεται η ευχέρεια να αποδώσει σε πολλαπλά στρώματα το συναισθηματικό κοντράστ: ζεστή μέρα – ψύχος στις καρδιές των χωρικών, Ζωή (γάμος) – Θάνατος (ταφή), Ηθική – Ανηθικότητα….. Οι συμβολισμοί του ως προς τα πρόσωπα είναι υποδειγματικοί, καθώς επίσης και ως προς τα στοιχεία που εμπλουτίζουν το στόρι του. Για παράδειγμα, τα αρώματα και το φαρμακείο/αρωματοπωλείο συμβολίζουν την κάλυψη που παρέχει κάθε άρωμα σε κάθε δυσάρεστη οσμή, ενώ όταν αποκαλύπτεται πλήρως η δυσωδία των προυχόντων, η πυρπόληση του συγκεκριμένου καταστήματος δεν αποτελεί απλά ένα δραματικό στοιχείο.

Η αισθητική του Τούρουκ έχει μεγάλη συνάφεια με την αισθητική επιφανών σκηνοθετών, όπως Μπέργκμαν και Ντράγιερ, αλλά κυρίως του σπουδαίου συμπατριώτη του Μπέλα Ταρ. Συγκεκριμένα, όλες οι σκηνές της άμαξας που κουβαλά τα δύο κιβώτια, ενώ πίσω της ακολουθούν οι δύο Εβραίοι, θυμίζουν σκηνές από το κύκνειο άσμα του Ταρ «Το Άλογο του Τορίνο». Ταυτόχρονα, είναι σκηνές που θαρρείς ότι ξεπήδησαν μέσα από ταινίες σπουδαίων μετρ του γουέστερν, όπως Τζον Φορντ, Χάουαρντ Χοκς, Άντονι Μαν, Σαμ Πέκινπα, Σέρτζιο Λεόνε, Τονίνο Βαλέρι. Ο έρημος σταθμός, η εξαρτημένη εξουσία από τον ισχυρό τοπικό άρχοντα, τα σκαμμένα πρόσωπα των γερόντων, η αόρατη απειλή, οι κλειστές πόρτες των σπιτιών με τα πάμπολλα θαμμένα μυστικά, οι κουρτίνες που ανεμίζουν πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα, οι φράχτες και οι κρυφές εσωτερικές αυλές, ο καυτός ήλιος που θρονιάζει πάνω από το χωριό τις ώρες της Κρίσης, το καφενείο-μπαρ ως χώρος συγκέντρωσης των ντόπιων, όλα αποτελούν τους σπόνδυλους πάνω στους οποίους στηρίζεται το είδος του γουέστερν ή αν θέλετε του σπαγγέτι-γουέστερν.

Με κινηματογραφική επιδεξιότητα, καθηλωτικό παράλληλο μοντάζ, εκθαμβωτική λιτότητα και πνευματώδη προσέγγιση αποτυπώνει το κατακερματισμένο πορτρέτο μιας ρημαγμένης κοινωνίας, όχι τόσο από τα δεινά της καταστροφής ενός πολέμου, αλλά από το τερατόμορφο κύημά της. Η ευφυΐα του σκηνοθέτη διακρίνεται απλά και μόνο από το ότι παραθέτει ένα δραματικό αντιπολεμικό ύμνο με τις όποιες φρικαλεότητες παράγει ένας πόλεμος, χωρίς όμως να δείξει ούτε μία σκηνή μάχης, χωρίς να δείξει ούτε έναν πυροβολισμό! Θεωρώ ότι το αποτέλεσμα θα ήταν κατά πολύ υποδεέστερο, αν δεν υπήρχαν τα πένθιμα ηχοχρώματα του Τίμπορ Σέμζο, συνδυάζοντας την τραγικότητα του ήχου μιας καμπάνας με το δράμα μιας παραδοσιακής εβραϊκής προσευχής, καθώς οι άγνωστοι πλησιάζουν στον τραγικό τους προορισμό.

Διαβάστε   Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 37 ετών ο Γάλλος ηθοποιός Γκασπάρ Ουλιέλ

Όλοι οι χαρακτήρες του είναι αναγνωρίσιμοι, γιατί είναι διαχρονικοί και διεθνείς. Είναι χαρακτήρες που φέρουν τη σφραγίδα κάθε ανάλογου ιστορικοπολιτικού συμβάντος (χαρακτήρες γνώριμοι και στη δική μας κατοχική κοινωνία): ο εξουσιαστής, ο υποδουλωμένος επαναστάτης-αντιστασιακός, ο δουλοπρεπής που απλά υπακούει τυφλά στην εξουσία, ο δουλοπρεπής που συνεργάζεται με την εξουσία, οι αδιάφοροι “ξένοι” που παροικούν εξ ανάγκης και διάφοροι άλλοι. Και μόνο η φράση “αν κάποιος ρωτήσει, τα πράγματα δεν είναι εδώ, οι Γερμανοί τα πήραν ή οι Ρώσοι”, προκειμένου να κρύψει η μητέρα της νύφης τα καταχρασμένα χαλιά και ασημικά στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο της αποθήκης, αποδεικνύει με καταγγελική διάθεση την απενοχοποιημένη δικαιολογητική συμπεριφορά των επιβιωσάντων.

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο Τούρουκ παραμερίζει το Προσωπικό δείχνοντας σαφή βαρύτητα στο Συνολικό και στην ψυχολογία του όχλου. Το ερωτικό τρίγωνο αντανακλά τα αντιδιαμετρικά συναισθήματα και τις αυθόρμητες πράξεις των κατοίκων, τη στιγμή που εμφανίζονται οι δυο ξένοι. Όσο πρόθυμοι είναι να υποταχτούν στο Σωστό, στο Ηθικό, τόσο εύκολα συμβιβάζονται με το Κεκτημένο, το Κατεστημένο υπακούοντας στην άπληστη φωνή των επώδυνων εγωιστικών επιθυμιών τους. Αυτή η σκοτεινή, απάνθρωπη και χυδαία συμπεριφορά του όχλου παραπέμπει σε αρκετά σημεία στο βιβλίο “Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου” (1981) του Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή Γκάμπο, όπως ήταν γνωστός στους οικείους του, βραβευμένου με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το θυμικό (μέρος της Ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση) των κατοίκων κλυδωνίζεται ανάμεσα στα δύο ακραία σημεία: τη χαρά λόγω του επικείμενου γάμου και τη λύπη, αδυνατώντας να νιώσουν ενσυναίσθηση (βιωματική εσωτερίκευση των συναισθημάτων του άλλου) προς τους ξένους “εισβολείς”. Παρά μόνο φόβο που βαθμιαία μετατρέπεται σε οργή (όπως φαίνεται και στα τελευταία λεπτά της ταινίας, όπου σύσσωμος ο όχλος βαστώντας τσουγκράνες και δίκρανα κατευθύνεται προς τους επισκέπτες με πρόθεση να τους “εξαφανίσει” δια παντός).

Αυτή η λιτή πομπή, μετά το πέρας της αποστολής της, ταξίδεψε στο Βερολίνο, όπου στο τμήμα “Πανόραμα” του 67ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης κέρδισε το 3ο Βραβείο Κοινού και στη χώρα μας, επισκεπτόμενη το 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

 

1945

Σκηνοθεσία: Φερέντς Τούρουκ

Ηθοποιοί: Πέτερ Ρούντολφ, Μπέντσε Τάσναντι, Ντόρα Ζταρένσκι, Ταμάς Ζάμπο Κίμελ,  Ιβάν Ανζέλους, Μαρσέλ Νατζί

Διάρκεια: 91΄

* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.