Υπέροχες σινεφιλικές “μπασταρδεμένες” ανορθογραφίες…

Του Νίκου Αρτινού

Η αναμονή της προβολής της νέας ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο Once Upon a time in Hollywood (θα κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 22/8) μας οδηγεί (αναπόφευκτα) στην ανάκληση των προηγούμενων ταινιών του, τις οποίες, προσεγγίζοντάς τες σε μια συνολική θεώρηση μας παρέχουν τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την auteurική ταυτότητα του αμερικάνου σκηνοθέτη. Ο Ταραντίνο λοιπόν, είναι ένας, κατεξοχήν, «πλάστης» του σινεμά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανακαλύπτει καινούρια μονοπάτια στη διαδικασία της κινηματογράφησης και το χτίσιμο της ιστορίας. Πατάει σταθερά στα ήδη γνώριμα και χιλιοειδωμένα κλισέ προσθέτοντας την πολύ προσωπική σινεφίλ άποψή του. Η οπτική του, μ΄ αυτό τον τρόπο, πέρα από προσωπική είναι και πρωτότυπη και καινοτόμος. Ο Ταραντίνο είναι περισσότερο ένας μανιώδης κινηματογραφόφιλος παρά ένας σκηνοθέτης με την αυστηρά τεχνικοεπαγγελματική έννοια του όρου. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που μετατρέπει ένα σκηνοθέτη σε δημιουργό (auteur) ή πλάστη ιστοριών με εικόνες. Με άλλα λόγια, ο Ταραντίνο ξαναγράφει την ιστορία του σινεμά στηριζόμενος αποκλειστικά σε δημιουργούς, τους οποίους θαυμάζει, χωρίς να έχει σημασία αν αυτοί είναι φτηνοί (pulp) δευτεροκλασάτοι μπιμουβάδες σαν τον Ένζο Καστελάρι (σκηνοθέτησε το πρωτότυπο Inglorious Bastards το 1978) ή κινηματογραφικές ιδιοφυίες σαν τον Τζον Φορντ και τον Σέρτζιο Λεόνε (ψήγματα του έργου τους είδαμε στα Django Unchained και Hateful Eight). Κρατάει από αυτούς ό,τι τον έχει εντυπωσιάσει και το «σερβίρει» στους θεατές με ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ, γράφοντας έτσι τη δική του ιστορία στο σινεμά.

Ο Ταραντίνο «πειράζει» τα πάντα! Μπορεί να «πειράξει» ακόμα και αδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα. «Μπασταρδεύει» την ιστορία χρησιμοποιώντας μια αχαλίνωτη σινεφιλική φαντασία και  χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει τις αλλαγές που μηχανεύεται. Καλά κάνει. Άλλωστε το σινεμά από τη φύση του είναι μια γοητευτική ψευδαίσθηση, η οποία αναπαριστά την πραγματικότητα χωρίς ποτέ να επικαλείται πως, ό,τι συμβαίνει στην οθόνη είναι πραγματικό. Ο δαιμόνιος Ταραντίνο «μπασταρδεύει» ακόμα και τις λέξεις του τίτλου εφευρίσκοντας καινούριες. Εικονοπλάστης και λεξιπλάστης μαζί. Δείτε για παράδειγμα το φιλμ Inglourious Basterds: το «inglorious» (σημαίνει «άδοξος») έγινε «inglourious» και το «bastards» (μεταφράζεται στα ελληνικά ως «μπάσταρδοι») έγινε «basterds». Οι Έλληνες διανομείς ακολούθησαν επάξια τον Ταραντίνο αλλάζοντας ευφάνταστα την ελληνική μετάφραση του τίτλου. Η λέξη «άδοξοι» άλλαξε στο ανορθόγραφο «άδωξοι» και ο πληθυντικός της λέξης «μπάσταρδοι» μεταφράστηκε σε  ενικό αριθμό, γένους θηλυκού («μπάσταρδη»)!

Διαβάστε   Ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά σκάνδαλα της σύγχρονης ιστορίας

Στο Inglourious Basterds, ο σκληροτράχηλος αμερικάνος υπολοχαγός Άλντο Ρέιν συγκεντρώνει μια ομάδα επίλεκτων στρατιωτών με κοινό χαρακτηριστικό την εβραϊκή καταγωγή τους  και «εισβάλλει» στην- κατεχόμενη από τους Ναζί- Γαλλία. Εκεί, οι ιδιόρρυθμοι  στρατιώτες του Ρέιν-που έγιναν γνωστοί ως «μπάσταδοι»-συνεργαζόμενοι με μια Γερμανίδα διπλή κατάσκοπο και συνεπικουρούμενοι από την ανεξάρτητη δράση της ιδιοκτήτριας ενός μικρού κινηματογράφου, «αλλάζουν τα φώτα» στους Γερμανούς στοχεύοντας σε ένα χτύπημα, το οποίο θα τελειώσει μια και καλή τον πόλεμο…

Ακόμα και η σεναριακή δομή του φιλμ (όπως και όλων των ταινιών του) είναι αντισυμβατική, (φαινομενικά) ασύνταχτη και ευφυής (σε καμιά περίπτωση δεν ακολουθεί το πρότυπο των Τριών Πράξεων του Syd Field, παρόλα αυτά αυστηρά δομημένη και πολύπλοκη μέσα στην απλότητά της!). Το Inglourious Basterds είναι χωρισμένο σε κεφάλαια και μ’ αυτό τον τρόπο ο Ταραντίνο εισάγει τη μελέτη των χαρακτήρων, αναλύοντάς τους μέσα από ενδελεχείς και εξαντλητικές συζητήσεις, οι οποίες ενίοτε καταλήγουν σε αιματηρές και βίαιες εξάρσεις, εντείνοντας το σασπένς και τη δράση. Σκηνοθετικά και θεματολογικά το φιλμ βρίθει από σινεφίλ αναφορές σε τέτοιο βαθμό, που ο μέσος θεατής από κάποιο σημείο και μετά νιώθει άβολα γιατί είναι πολύ πιθανό να μη γνωρίζει τα εξειδικευμένα-κινηματογραφικής υφής-θέματα  για τα οποία συζητάνε οι ήρωες της ταινίας. Όλα στην ταινία έχουν να κάνουν με σινεμά: ο Άγγλος υπολοχαγός που αναλαμβάνει τα ηνία της απόπειρας εξόντωσης όλου του Τρίτου Ράιχ είναι κριτικός κινηματογράφου (!!), τον οποίο υποδύεται με πολύ κέφι ο Μάικλ Φασμπέντερ, η διπλή κατάσκοπος είναι Γερμανίδα σταρ του σινεμά, ενώ το εκρηκτικό φινάλε της ταινίας εξελίσσεται κατά τη διάρκεια μιας προβολής μέσα σε ένα σινεμά.

Διαβάστε   Ο Tarantino και η Κρίση του Νότου

Οι αναφορές στο σινεμά δεν είναι μόνο λεκτικές. Υπάρχουν σεκάνς οι οποίες παραπέμπουν αυτόματα σε γνωστές κινηματογραφικές ταινίες, ενώ η συναρμογή τους γίνεται τηρώντας τους κώδικες και τις νόρμες του γουέστερν και της πολεμικής ταινίας. Τα εξαιρετικά γνωστά μουσικά θέματα του Έννιο Μορρικόνε συνοδεύουν τις αυτοτελείς διηγήσεις-κεφάλαια και βοηθούν στην ένταση των συναισθημάτων της θέασης. Ο μεγάλος σταρ της ταινίας είναι ο Μπραντ Πιτ, ο οποίος είναι πολύ καλός στο ρόλο του υπολοχαγού Άλντο, παρότι ο χρόνος εμφάνισής του είναι πολύ λίγος σε σχέση με την εμπορική απήχηση του ονόματός του. Η πραγματική αποκάλυψη της ταινίας ήταν ο Γερμανός ηθοποιός Κριστόφ Βαλτς στο ρόλο του αδυσώπητου συνταγματάρχη των Ες-Ες Χανς Λάντα. Δικαίως, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών του 2009.

 

 

Άδωξοι Μπάσταρδη (Inglourious Basterds, 2009)

Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο

Ηθοποιοί: Μπραντ Πιτ, Νταϊάν Κρούγκερ, Κρίστοφ Βαλτς, Ντάνιελ Μπρουλ, Μελανί Λορέν, Ιλάι Ροθ, Τιλ Σβάιγκερ, Μάικλ Φασμπέντερ, Μάικ Μάγιερς

Διάρκεια: 148΄