“Η Νιότη του Μαξίμ”: η ριζοσπαστικοποίηση ενός μπολσεβίκου…

Μια παρέα τριών φίλων, εργατών, ο Μαξίμ, ο Ντιόμα και ο Αντρέι, που μένουν στην προλεταριακή συνοικία του Πέτρογκραντ και οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική και την ταξική πάλη, σώζουν τυχαία από έναν ασφαλίτη μια κοπέλα που παλεύει στην πολιτική παρανομία, την Νατάσα. Την ίδια μέρα ο Αντρέι πεθαίνει στο εργοστάσιο. Ο Ντιόμα πνίγει τον πόνο του στο ποτό. Αλλά ο Μαξίμ ριζοσπαστικοποιείται και συνειδητά πλησιάζει με επαναστατική διάθεση την οργανωμένη πρωτοπορία της τάξης του.

Η ταινία «Η νιότη του Μαξίμ» (1934) είναι η πρώτη της γνωστής και ως «Τριλογίας του Μαξίμ», όπου μέσα από τον ομώνυμο ήρωα παρακολουθούμε την ιδεολογικοπολιτική γέννηση της μπολσεβίκικης γενιάς που οδήγησε στην Επανάσταση του Οκτώβρη. Το φιλμ, όπως και όλη η τριλογία, εντυπωσίασε εξαρχής κοινό και κριτικούς, όχι μόνο στην Σοβιετική Ένωση, αλλά και το εξωτερικό. Ενώ, δικαίως, όλη η τριλογία, θεωρείται ένα από τα διαμάντια του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Όταν ο Γκριγκόρι Κόζιντσεφ και ο Λεονίντ Τράουμπεργκ, αυτό το τρομερό δίδυμο του σοβιετικού και παγκόσμιου κινηματογράφου, ξεκινούν τα γυρίσματα της «Νιότης του Μαξίμ», της πρώτης, δηλαδή, ταινίας τής τριλογίας τους για την πορεία προς την Επανάσταση του Οκτώβρη, μέσα από την συνειδησιακή «γέννηση» ενός Μπολσεβίκου, του νεαρού εργάτη Μαξίμ, είναι ήδη διάσημοι και δημοφιλείς στην μεγάλη πατρίδα τους.

‘Έχοντας ήδη στο ενεργητικό τους μία από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές και σε επίπεδο διανομής επιτυχίες του βωβού σοβιετικού σινεμά, το «Παλτό» (1926), πάνω στα λογοτεχνικά μοτίβα του Γκόγκολ αλλά με την πρωτοποριακή αισθητική και ματιά του «Εκκεντρισμού», του καλλιτεχνικού ρεύματος – κινήματος που εισηγήθηκαν οι δύο κινηματογραφιστές, περνούν στον ομιλούντα κινηματογράφο με την άνεση της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας τους.

Η ιδέα για την ταινία εμφανίζεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘20. Για την συγγραφή του σεναρίου οι δύο κινηματογραφιστές προχώρησαν σε απευθείας παραγγελία στην κινηματογραφική φάμπρικα του Λένινγκραντ, έχοντας εξασφαλίσει και μια ισχυρή «σύσταση» από το Πανσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκοι).

Ένας από τους πρώτους σεναριογράφους προσέγγισε την σεναριακή γραμμή ως εξής: «Ένας νέος από ένα μικρό μέρος των δυτικών επαρχιών της ρωσικής αυτοκρατορίας – συμμετοχή στην Οκτωβριανή Επανάσταση – καριέρα διεθνούς γνωστού διπλωμάτη». Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα μπορούσε να κληθεί ο σκηνοθέτης του Κρατικού Εβραϊκού Θεάτρου της Μόσχας, Σολομόν Μιχόελς.

Πηγή της παραπάνω σεναριακής γραμμής ήταν η βιογραφία του επαναστάτη την εποχή της παρανομίας και αργότερα διπλωμάτη και λαϊκού επιτρόπου, Μαξίμ Λιτβίνοφ (πραγματικό όνομα: Μέερ – Γκένοχ Βάλλαχ), η ζωή του οποίου ήταν γεμάτη ξαφνικές ανατροπές και πραγματικές περιπέτειες.

Ωστόσο, οι σκηνοθέτες απέρριψαν αυτήν την προσέγγιση, κράτησαν όμως το όνομα του ήρωα: Μαξίμ.

Το 1932 οι εφημερίδες έγραφαν ότι οι Κόζιντσεφ και Τράουμπεργκ ξεκίνησαν την δημιουργία ενός «μεγάλου, επαναστατικού κινηματογραφικού ποιήματος σε τρεις συνέχειες». Το 1933, το περιοδικό «Σοβιετικό σινεμά» δημοσίευσε αποσπάσματα από το σενάριο του «Μπολσεβίκου», όπως ήταν η προσωρινή ονομασία της ταινίας σε όλη την διάρκεια των γυρισμάτων.

Διαβάστε   Νυχτερινός Ανταποκριτής: ο πόνος σου, η ζωή μου...

Στην πρώτη σεναριακή εκδοχή, ο Μαξίμ είναι ένας λεπτός, ήσυχος, λίγο αστείος νεαρός, μορφωμένος και χωρίς να πίνει αλκοόλ. Στην επιλογή των ηθοποιών, ο πιο κοντινός σε αυτήν την περσόνα ήταν ο Εράστ Γκάριν. Τον ρόλο της Νατάσας πήρε η Γιελένα Κουζμινά. Με τους δύο νεαρούς ηθοποιούς γυρίστηκαν μερικές σκηνές, ωστόσο, σύντομα τα γυρίσματα σταμάτησαν. Οι σκηνοθέτες δεν ήταν ικανοποιημένοι από τον «Μαξίμ» με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συνολική αναδόμηση του ήρωα, συνδυάζοντας χαρακτηριστικές φιγούρες από την ρωσική λαϊκή παράδοση. Η «Νιότη του Μαξίμ» είναι μια ιστορία «παραμυθιακή, φολκλορική, αν και εμπεριέχει και ορισμένα στοιχεία του τραγικού, για τον νικηφόρο Ιβάνουσκα τον χαζούλη και τον Βασίλι τον σοφό, που βρέθηκαν στην 10ετία του ‘10 του 20ού αιώνα» γράφει ο Κόζιντσεφ.

Η ταινία γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό. Γράφει η «Πράβντα» στις 15 Δεκέμβρη του 1934: «1907 – 1910, εκείνα τα χρόνια είναι η νιότη του Μαξίμ και κυλά η δράση της ταινία του Γκρ. Κόζιντσεφ και του Λ. Τράουμπεργκ.

Δεν ήταν εύκολο θέμα αυτό το οποίο ανέλαβαν οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες της ταινίας: Να δείξουν την γέννηση ενός μπολσεβίκου την εποχή της πιο βαθιάς αντίδρασης, να δείξουν, πώς από αφελώς καλούς, ελκυστικούς, μόνο απολαμβάνοντες την νιότη, νεαρούς εργάτες, γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν μαχητές της στρατιάς του μπολσεβικισμού. Το λέμε ξεκάθαρα: Το πρόβλημα αυτό λύθηκε καλά, η “Νιότη του Μαξίμ”, αναμφίβολα, θα συναντήσει την θερμή ανταπόκριση του Σοβιετικού θεατή (…). Η “Νιότη του Μαξίμ” είναι μεγάλη επιτυχία της “Λένφιλμ” και ο θεατής μας, αναμφισβήτητα, θα αναμένει το δεύτερο μέρος της τριλογίας, της οποίας, η “Νιότη του Μαξίμ” εξασφάλισε μια υπέροχη αρχή»(1).

«Ο Μαξίμ, στην κινηματογραφική τριλογία των Γκρ. Κόζιντσεφ και Λ. Τράουμπεργκ (…) παρουσιάζει “έναν  κοκαλιάρη νεαρό, με ένα έξυπνο βλέμμα, με μία αιχμηρή μύτη, με ίσια, πυκνά μαλλιά, αποκομμένος από το περιβάλλον του, βιβλιοφάγος, ευφυής, αυτοδίδακτος”. Αλλά όσο προχωρούν, τόσο πιο συστηματικά οι σκηνοθέτες απελευθερώνουν τον ήρωά τους, από την διανουμενίστικη μελαγχολία, από κάθε ίχνος προβληματισμού. Εντελώς διαφορετικός, απ’ ότι στο σενάριο, εισέρχεται στην τριλογία, η οποία ανοίγει με την ταινία “Η νιότη του Μαξίμ”.

Χαρακτηριστική, δεν είναι μόνο η εξωτερική μορφή του Μαξίμ – ένας νεαρούλης με φαρδιές πλάτες, με απλό, ανοιχτό πρόσωπο και σκανταλιάρικο χαμόγελο – νομοτελειακή ήταν όχι μόνο η ψυχολογία του, του ανθρώπου που εντάσσεται στην επαναστατική πάλη, δίχως αμφιβολίες και με την βεβαιότητα της μεγαλειώδους νίκης, αλλά και η κοινωνική του προέλευση (…).

Διαβάστε   Αρδέννες: δεν υπάρχει ευδιάκριτη γραμμή ανάμεσα στην Αγάπη και το Μίσος

Στην “Νιότη του Μαξίμ” ο πρόλογος δεν δείχνει μόνο το μέρος και τον χρόνο, αλλά εμφανίζεται, ταυτόχρονα, ένα πολύ βασικό θέμα για την τέχνη της δεκαετίας του ‘30, το θέμα της “επονείδιστης δεκαετίας της ρωσικής διανόησης”, το θέμα της απιστίας, της προδοσίας των πρώην “συμπαθούντων”. Αυτό εμφανίζεται σχεδόν αμέσως, όταν ο επαναστάτης, Πολιβάνοφ, συναντιέται απροσδόκητα με έναν πρώην σύντροφό του σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Η συνάντηση προφανώς είναι δυσάρεστη για τον κύριο με το πολυτελές γούνινο παλτό, αλλά παρόλα αυτά, προσπαθώντας να κρατήσει τα προσχήματα, τον φέρνει στον νοικοκύρη του σπιτιού και του ζητά να προσφέρει στον επαναστάτη καταφύγιο για τη νύχτα. Και εδώ το θέμα της προδοσίας καθίσταται σαφές. Ο χορτασμένος, επιτυχημένος νοικοκύρης – ίσως δικηγόρος της μόδας, ίσως καθηγητής πανεπιστημίου – αρνείται στον Πολιβάνοφ καταφύγιο.

Είναι ικανός μόνο για μεγάλα λόγια, για υποκριτικούς αναστεναγμούς για τους νεκρούς της επανάστασης, αλλά και ο πρώην σύντροφος του Πολιβάνοφ παραμένει σε εκείνο ακριβώς το στρατόπεδο των χορτασμένων, των ευημερούντων, των πουλημένων. Και σαν καταδίκη ακούγεται στ’ αυτιά του η μοναδική, σκληρή φράση, με την οποία ο Πολιβάνοφ χάνεται μέσα στο σκοτάδι της νύχτας: “Εγώ κι εσύ δεν διαβάσαμε μαζί Μαρξ”.

Μετά τον πρόλογο, η δράση μεταφέρεται σε μια εργατική γωνιά, στην βρώμικη αυλή όπου κρέμεται η μπουγάδα. Εδώ εμφανίζεται ο χαρούμενος, ξέγνοιαστος ήρωας της ταινίας. Μέχρι τότε έχει διαβάσει μόνο Αντόν Κρέτσετ*, αλλά αξίζει περισσότερα από όσο ένας φιλελεύθερος που έχει διαβάσει Μαρξ. Σε αυτόν εναποθέτουν τις ελπίδες τους και ο Πολιβάνοφ και οι δημιουργοί της ταινίας τις ιστορικές ελπίδες τους. Αυτός ο νεαρός από τους εργάτες θα πραγματοποιήσει την επανάσταση και θα χτίσει τον σοσιαλισμό.

Αρχικά ο Μαξίμ εμφανίζεται ως ένας ξέγνοιαστος, αυθόρμητος νεαρός: Πηδάει από τον φράχτη, παρασέρνοντας μια κότα που κακαρίζει και με αθώα χαρά διηγείται για τις παραστάσεις τσίρκου της γαλλικής πάλης.

Ο Κόζιντσεφ και ο Τράουμπεργκ δεν φοβούνται να “μειώσουν” τον ήρωά τους, γι’ αυτό είναι ανθρώπινος και στην αγάπη του για την ζωή βλέπουν τα αναπόσπαστα χαρακτηριστικά του μελλοντικού επαναστάτη. Η οργανική και συνεπής αισιοδοξία ήταν χαρακτηριστική για την ταινία και τον ήρωά της, κάτι το οποίο ήταν επίσης χαρακτηριστικό για την 10ετία του ‘30. (…)

Οι άνθρωποι της πράξης, οι άνθρωποι που είναι βέβαιοι για το ιστορικό δίκιο τους, παρουσιάζονται στην ταινία. Γι’ αυτό οι αστυφύλακες δεν μπορούν να τραβήξουν από το φανάρι τον Μαξίμ, ο οποίος απευθύνεται με σύνθημα στο πλήθος, γι’ αυτό οι δεσμοφύλακες μπορούν με ολόκληρες συμμορίες να πέσουν πάνω στους φυλακισμένους, τραγουδώντας, να πνίγουν, να τους σφίγγουν το στόμα, και το τραγούδι να ακούγεται, να εξαπλώνεται, να δυναμώνει, να περνά μέσα από τον τοίχο.

Διαβάστε   Ο Φιντέλ Κάστρο ήταν επαναστάτης ή κομμουνιστής;

Και στην τελευταία σκηνή, όταν ο ήρωας με το δισάκι στον ώμο φεύγει για νέες προκλήσεις, δεν ακούγεται καθόλου ο μελαγχολικός τόνος των ταινιών του Τσάπλιν. Η κεφάτη, φωτεινή άποψη της ζωής διακρίνει και την οπτική των δημιουργών και την ψυχολογία του ήρωα αυτής της ταινίας, που γεννήθηκε στο όριο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μισού της 10ετίας του ‘30.

“Η νιότη του Μαξίμ”. Οι δημιουργοί βρήκαν την κατάλληλη ονομασία. Η ταινία ήταν όντως νεανική, διαποτισμένη από φρεσκάδα, από την χαρούμενη αίσθηση της πληρότητας της ζωή, της πίστης στην νίκη. Και αυτή η αρχή της τριλογίας καθόρισε στην συνέχεια όλη την στυλιστική της. (…)

“Η νιότη του Μαξίμ” έδειξε την διαμόρφωση ενός ήρωα, τα πρώτα του βήματα στο επαναστατικό κίνημα. (…). (2)

«Το σοβιετικό σινεμά της εποχής της εμφάνισης του ήχου είναι μια έντονη μυστικιστική πίστη στην ύπαρξη του Λόγου, ο οποίος κάνει θαύμα και μεταμορφώνει τον κόσμο. Ακριβώς αυτό το περιεχόμενο του θαύματος παίζει ο Μπορίς Τσιρκόφ στην τριλογία για τον Μαξίμ. (…)

Ο Μαξίμ περιφέρεται οριζοντίως στην οθόνη – στον καθημερινό κόσμο, ανάμεσα στην σκόνη και την αιθάλη των καμινάδων των εργοστασίων, συλλέγοντας τις λέξεις που τον περιβάλλουν – των ρομάντζων της πόλης, των “μυθιστορημάτων” των Μπουλβάρ, του κονφερασιέ του τσίρκου – συστρέφοντας τις στο εσωτερικό του απαράμιλλου ύφος τους και πετώντας τις μακριά – όχι αυτό, όχι αυτό! – αφού ο Λόγος επιτέλους του αποκαλύφθηκε (με την μορφή κειμένου μπολσεβίστικης προκήρυξης), έτσι ώστε να τον προσελκύσει μαζί του σε μια διαφορετική διάσταση – σε ύψος, κατακόρυφα. Ο Μαξίμ, με τον Λόγο να πέφτει από ψηλά στο πλήθος, είναι το έμβλημα όλης της τριλογίας. Στο εξής είναι αυτός ο ίδιος ο ενσαρκωμένος Λόγος, και από μπολσεβιστική άποψη και από άποψη σημασίας, αλλά, ταυτόχρονα, απλός και προσιτός. Όταν μάλιστα το θαύμα, για την αναγκαιότητα του οποίου συνεχώς μιλούσαν οι μπολσεβίκοι, επιτευχθεί και ο Λόγος κυριεύει τον κόσμο σε όλες τις διαστάσεις – και οριζοντίως και καθέτως – η υπόθεση ολοκληρώνεται».(3)

Βιβλιογραφία

(1) Λ. Ροβίνσκι, «Η νιότη του Μαξίμ», «Πράβντα», 15 Δεκεμβρίου 1934

(2) Γιούρι Χανιούτιν, «Για την ταινία “Η νιότη του Μαξίμ”» – «Ιστορία του σοβιετικού κινηματογράφου, 1917 – 1967», Μόσχα, 1973.

(3) Ε. Μαργκολίτ, «Η Νιότη του Μαξίμ», περιοδικό «Σεάνς», Νο 8 , 1993

*Δημοφιλής προεπαναστατικός λογοτεχνικός ήρωας, μια ρωσική εκδοχή του Ρομπέν των Δασών.

 

 

 

Η Νιότη του Μαξίμ (Yunost Maksima/ The Youth of Maxim, 1934)

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Γκριγκόρι Κόζιντσεφ, Λεονίντ Τράουμπεργκ

Ηθοποιοί: Μπόρις Τσιρκόφ, Βαλεντίνα Κιμπάρντινα

Μουσική:  Ντμίτρι Σοστακόβιτς

Διάρκεια:  92΄

Η ταινία προβάλλεται σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες από την Πέμπτη 24/10/2019