Η μαγεία των ταινιών γουέστερν: Ένα επικό ταξίδι στην Άγρια Δύση

Γράφει ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Τασούλης

Με άγρια τοπία που απλώνονται ατελείωτα, απέραντους ουρανούς και με μια αίσθηση περιπέτειας που διαπνέει τον αέρα, οι ταινίες γουέστερν έχουν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του κινηματογράφου. Από τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου μέχρι τις μέρες μας, οι γουέστερν έχουν εντυπωσιάσει κοινό και κριτικούς με τις μαγευτικές τοποθεσίες, τις επικές μάχες και τις υπέροχες ερμηνείες.

Οι πρώτες ταινίες γουέστερν άρχισαν να καταγράφονται στις αρχές του 20ο αιώνα, με την ταινία “The Great Train Robbery” του 1903 να θεωρείται μια από τις πρώτες που αξιοποίησαν το είδος. Ωστόσο, ήταν μετά την εποχή του βωβού, κάπου εκεί στα μέσα του 20ου αιώνα που η λαμπερή σκηνή του Χόλιγουντ επικεντρώθηκε στην παραγωγή ταινιών γουέστερν με κορυφαίους σκηνοθέτες και αστέρες της εποχής να πρωταγωνιστούν.

Η ταινία που άνοιξε τον δρόμο για τη νέα εποχή ήταν η “Stagecoach” του 1939, σε σκηνοθεσία του John Ford και με πρωταγωνιστή τον John Wayne. Αυτή η ταινία ανέδειξε τον Wayne στον ρόλο του καουμπόι που πάλευε τους κακούς και υπερασπιζόταν τον νόμο. Από εκεί και πέρα, ο John Ford συνέχισε να δημιουργεί αριστουργήματα του είδους με ταινίες όπως “My Darling Clementine” (1946) και “The Searchers” (1956).

Ένας άλλος μεγάλος σκηνοθέτης που διακρίθηκε στο γουέστερν (ήταν αυτός που στην ουσία ίδρυσε το γουέστερν spaghetti) ήταν ο Sergio Leone. Ο Ιταλός σκηνοθέτης έφερε κάτι νέο στο είδος με τις ταινίες του “A Fistful of Dollars” (1964), “For a Few Dollars More” (1965) και το αριστούργημά του “The Good, the Bad and the Ugly” (1966), όλες με πρωταγωνιστή τον Clint Eastwood. Οι ταινίες του Leone ξεχώριζαν για τις επικές σκηνές μάχης, τα εξαντλητικά κοντινά πλάνα, τη μοναδική κινηματογραφία τους και τις αξέχαστες μουσικές του Ennio Morricone.

Διαβάστε   Νοέμβριος στο Netflix: Όλα όσα θα δούμε

Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τα γουέστερν ενέταξαν νέα στοιχεία, ενσωματώνοντας θέματα όπως η βία, η αναζήτηση της ταυτότητας και η αμφισβήτηση των κοινωνικών θεσμών. Η ταινία του Sam Peckinpah, “The Wild Bunch” (1969), θεωρείται πρωτοποριακή, αφού παρουσίαζε έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο απεικόνισης της βίας και της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Παράλληλα, οι γυναίκες πρωταγωνίστριες απέκτησαν πιο σημαντικούς ρόλους, όπως η Barbara Stanwyck στο “Forty Guns” (1957) και η Jane Fonda στο “Cat Ballou” (1965). Είχαμε επίσης την εμφάνιση του spaghetti western, με ταινίες που παράγονταν κυρίως στην Ιταλία από σκηνοθέτες όπως ο Sergio Corbucci (“Django”, 1966) και ο Sergio Sollima (“The Big Gundown”, 1966), προσφέροντας νέες προοπτικές στο είδος.

Με τη δεκαετία του ’80, το ενδιαφέρον για τις ταινίες γουέστερν μειώθηκε κάπως, αλλά ακόμα και σήμερα υπάρχουν σκηνοθέτες που επιστρατεύουν το είδος στον κινηματογράφο. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η ταινία των αδελφών Coen, “No Country for Old Men” (2007), που απέσπασε δύο Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου του Καλύτερου Φιλμ.

Ανανεώνοντας το είδος, το γουέστερν παραμένει ζωντανό και δυναμικό, με νέες ταινίες και σειρές (πχ. το δημοφιλές “Yellowstone” με τον Κέβιν Κόστνερ) που εξερευνούν την ιστορία της Δύσης και τα συναισθήματα των χαρακτήρων τους. Είναι ένα είδος που διασχίζει τον χρόνο και τις γενιές, προσφέροντας συνεχώς νέες εμπειρίες και εντυπώσεις στο κοινό.

Όπως η ίδια η Άγρια Δύση, οι ταινίες γουέστερν μας ταξιδεύουν σε έναν κόσμο περιπέτειας, ηθικών διλημμάτων και ανθρώπινων συναισθημάτων. Και ενώ ο χρόνος προχωρά, αυτό το μοναδικό είδος ταινιών συνεχίζει να μας καθηλώνει και να μας καταπλήσσει, καθιστώντας τις ταινίες γουέστερν μια συναρπαστική επιλογή για κάθε λάτρη του κινηματογράφου.

Διαβάστε   Το σινεμά στην... ανεργία