“Acasă, My Home”, από τη φύση στον πολιτισμό: μια κινηματογραφική εθνογραφία για το περιθώριο της μετάβασης

Γράφει η Βασιλική Παπαγεωργίου

Εθνολόγος- Κοιν. Ανθρωπολόγος, Δρ

Το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης φέτος διεξάγεται διαδικτυακά. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα της πρόσβασης με κρατήσεις για περιορισμένες θεάσεις σε  μια πληθώρα ταινιών από το εξαιρετικά ποιοτικό και αναμφισβήτητα ενδιαφέρον πρόγραμμά του.* Προσπαθώντας να προλάβω όσο το δυνατόν περισσότερες, την προσοχή μου τράβηξε εξ’ αρχής το ντοκιμαντέρ Σπίτι μου/Acasă, My Home, με συμμετοχή  στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα Μεγάλου Μήκους. Ο λόγος ήταν, κυρίως, ότι είχε προηγουμένως διακριθεί στο περίφημο Sundance Film Festival, εγγύηση για έναν σύγχρονο κινηματογράφο δημιουργικής πρωτοπορίας,  με ανήσυχη και οξυδερκή ματιά στην κοινωνική πραγματικότητα.

Πράγματι, κατά τη γνώμη μου, η ταινία  ξεχωρίζει, για την ιδιαίτερη ανθρωπολογική της προσέγγιση και μια φιλμική αναπαράσταση που την φέρνει πολύ κοντά στο είδος του εθνογραφικού κινηματογράφου. Το θέμα της είναι η καταγραφή της πραγματικότητας μιας ομάδας “στο περιθώριο”, μιας πολυμελούς οικογένειας ρομά στη δραματική της μετάβαση από τη “φύση” στον “πολιτισμό”, από τις παρυφές της πόλης στο κέντρο της, κατά το στάδιο υλοποίησης του αναπτυξιακού σχεδίου εξευγενισμού της περιοχής.

Πρόκειται για το επονομαζόμενο  Δέλτα του Βουκουρεστίου, μια θεαματική, εξαιρετικά εκτεταμένη φυσική περιοχή, με λίμνες και πλούσια χλωρίδα και πανίδα, εν μέρει εγκαταλελειμμένη σε χωματερή, που το 2016 μετατρέπεται σε αστικό πάρκο βιοποικιλότητας.   Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Radu Ciorniciuc ασκεί επαγγελματικά ερευνητική δημοσιογραφία και έχει επισταμένως ασχοληθεί με την ανάδειξη του θέματος. Η προσωπική του εμπλοκή με την περιοχή και το ενδιαφέρον του για τους  ανθρώπους της, του έδωσαν το κίνητρο για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ που καταγράφει το χρονικό της εξόδου της εντεκαμελούς οικογένειας Enache από το φυσικό αυτό περιβάλλον.

Η ταινία αφηγείται γραμμικά τη ζωή της οικογένειας. Αρχικά την βρίσκουμε κυριολεκτικά σε μια κατάσταση μέσα στη φύση  που μας παραπέμπει σε εικόνες που έχουμε για τους αυθόχθονες του Αμαζονίου. Ο φακός είναι σα να μην υπάρχει, οι πρωταγωνιστές συμμετέχουν αβίαστα, αναπαριστώντας  τους εαυτούς τους. Στο ενδιάμεσο μέρος η αφήγηση συνεχίζει με τις επισκέψεις των υπαλλήλων των τοπικών αρχών και κοινωνικών υπηρεσιών που εξηγούν στην οικογένεια ότι με τη συνδρομή τους πρόκειται να μετεγκατασταθεί σε κατοικία μέσα στην πόλη, κάνοντας μια νέα αρχή στη ζωή τους και κυρίως στη ζωή των παιδιών που θα εντάσσονταν στη σχολική εκπαίδευση. Το τρίτο μέρος εστιάζει στον τρόπο της εγκατάστασης, στην αλλαγή, στις προσπάθειες προσαρμογής.

Η ανθρωπολογική προσέγγιση στην ταινία είναι εμφανής στην “οπτική” που υιοθετείται. Αυτό έχει ως συνέπεια ο λόγος να δίνεται εξολοκλήρου  στους πρωταγωνιστές της, στα εθνογραφικά υποκείμενα, παρέχοντας μια αναπαράσταση –  όσο το δυνατόν επιτρέπουν οι κινηματογραφικές συμβάσεις –  “από τη δική τους σκοπιά”. Η δική τους θέαση περιλαμβάνει μια αίσθηση πλήρους ένταξης στο περιβάλλον της φύσης και στις παρυφές του αστικού κόσμου που μόνο αυτό μπορούν να αναγνωρίσουν ως δικό τους. Δεν μπορούν να συνομιλήσουν με τις τοπικές αρχές που πάντοτε βιώνονται, όπως δείχνει η ταινία, ως απειλή (π.χ. ότι η κοινωνική πρόνοια θα απομακρύνει τα παιδιά από τους γονείς κρίνοντάς τους ως ακατάλληλους).

Το ντοκιμαντέρ αγγίζει τα δύσκολα διλήμματα της προσαρμογής, όπως εκφράζονται κυρίως μέσα από την επιτυχημένη ανάδειξη της δια-γενεακής σύγκρουσης πατέρα-μεγαλύτερου γιου, που είναι και τα πρόσωπα -χαρακτήρες που αναπτύσσονται περισσότερο και με δεξιοτεχνία στην ταινία. Ο φακός διακριτικά φωτίζει όψεις της αδέξιας περιθωριακής ύπαρξης των ανθρώπων αυτών ως ξένων σωμάτων σε ένα ανοίκειο περιβάλλον.

Η ταινία δεν επεξηγεί κα δε δίνει περεταίρω πληροφορίες για το πώς βρέθηκαν στο Δέλτα, αν ανήκουν σε κάποια ευρύτερη ομάδα ρομά κλπ. Αναδεικνύει το παρόν τους και το πώς οι άνθρωποι αυτοί ζουν προσανατολισμένοι στο σήμερα, καθώς δεν μπορούν να κάνουν σχέδια για το μέλλον… απλώς επιβιώνουν, αλλά η ζωή τους είναι πλούσια σε βιώματα, συναισθήματα, κοινωνικότητα, ενώ οι ίδιοι δεν κατανοούν τη μιζέρια και την ελλειμματικότητα που βλέπουν οι άλλοι σε αυτούς.

Υπάρχουν επίσης νύξεις για τον  αστικό εξευγενισμό (gentrification)  και την οικειοποίηση του περιβάλλοντος μέσω τυποποιημένων πολιτικών διαχείρισης- παρέμβασης και μοντέλων τύπου “βιώσιμης αστικής ανάπτυξης”. Οι άνθρωποι που κατοικούν στο Δέλτα, έχουν συναίσθηση της αξίας του και των συνεπειών που θα επιφέρει η εκεί ανάπτυξη μέσω της τουριστικοποίησης της περιοχής. Αχνοφαίνεται η αντίδρασή τους αλλά δεν μπορούν να την αρθρώσουν ούτε και να εισακουστούν.

Η συνολική κινηματογραφική προσέγγιση τηρεί, κατά τη γνώμη μου, τις λεπτές ισορροπίες σε ένα άρτιο αποτέλεσμα. Αποφεύγει το διδακτισμό και τη ρητορική της απώλειας χαμένων παραδείσων ή ακόμα και τον άμεσα πολιτικό, καταγγελτικό λόγο. Αποφεύγει την εξωτικοποίηση της ιδιαίτερης, περιθωριακής ομάδας.  Δεν καταφεύγει σε αναμενόμενες ευκολίες, όπως π.χ. κοινότυπες προσεγγίσεις του κοινωνικού αποκλεισμού.

Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ Σπίτι μου/Acasă, My Home,  είναι μια άμεση αναφορά σε ένα θέμα προσφιλές τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τόσο στην ανθρωπολογία όσο και στην τέχνη. Αφορά  στην ίδια την έννοια του “σπιτιού” και  στους ποικίλους, σύνθετους, ετερόκλητους τρόπους με τους οποίους βιώνεται και κατασκευάζεται ο “οικείος τόπος”. Ο φακός κινηματογραφεί χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις την τρυφερότητα που  τα παιδικά σώματα αγκαλιάζουν τη φύση, χώνονται και χάνονται μέσα της, κοινωνικοποιούνται με ενσώματες εμπειρίες της φύσης, βουτούν στο νερό, αγκαλιάζουν τα πουλιά, παίζουν με το γουρούνι, δαγκώνουν το ωμό ψάρι, εξερευνούν τη λίμνη, κυλιούνται στο χώμα όλα μαζί.

Ωστόσο, δεν αγνοούν ότι δε ζουν μόνοι τους: υπάρχουν πλάι στους “άλλους” τής πόλης, που, είτε είναι π.χ. οι υπάλληλοι των κρατικών υπηρεσιών, είτε οι τουρίστες, συνομιλούν φευγαλέα μαζί τους για τις ανάγκες τής επιβίωσης. Κι αυτή η παράδοξη συνύπαρξη διαμορφώνει την περιθωριακή τους ταυτότητα.

Σε ποιους εν τέλει ανήκει ο τόπος; Σε αυτούς που τον κατοικούν, τον γνωρίζουν, τον αγαπούν, αφήνοντας τρυφερά το αυθεντικό τους αποτύπωμα ή σ’ αυτούς που τον ιδιοποιούνται για τα σχέδια της ανάπτυξης; Είναι αναπόφευκτο το αδιέξοδο για τους πρώτους, το ανέφικτο για τον δικό τους κόσμο.

Η κινηματογραφική εθνογραφία μιας μετάβασης και μιας ενηλικίωσης, ενός περάσματος από τη φύση στον πολιτισμό, από το οικείο στο ανοίκειο, αποτελεί μια εθνογραφία με τα όρια/ τους περιορισμούς της κινηματογραφικής (διαμεσολαβητικής)  δημιουργίας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το βαθμό επέμβασης του φακού στην καταγραφή, την ανασύνθεση των εικόνων, το πόσο σκηνοθετημένοι είναι οι διάλογοι κ.λπ. Σίγουρα υπάρχει, όπως ενυπάρχει σε κάθε πολιτιστική (φιλμική ή άλλη) αναπαράσταση.

 Η τελική σύνθεση του ντοκιμαντέρ εντάσσει στο κάδρο του την αναστοχαστική τοποθέτηση των εθνογραφικών του υποκειμένων στον κόσμο και αναπόφευκτα αφήνει την αίσθηση μιας αδιόρατης θλίψης τους για τη συνειδητοποίηση ότι πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη και ίσως αυτό τους συνθλίψει. Παράλληλα, η κινηματογραφική ανασύνθεση εμπεριέχει τη ματιά  του κινηματογραφιστή και των άλλων συντελεστών, προσφέρει ένα ιδιαίτερο σχόλιο για τα δυτικά/καπιταλιστικά μοντέλα ανάπτυξης, με μια πινελιά λυρικής μελαγχολίας  για τους τόπους που χάνονται και μαζί μ’ αυτούς τα νοήματα που αλλάζουν, τις εικόνες που ξεθωριάζουν, ίσως μια ελεγεία για τους ασήμαντους του σύγχρονου  κόσμου.

*«Το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης επιστρέφει online και παρουσιάζει 210 ντοκιμαντέρ από όλο τον κόσμο, πρωτότυπα αφιερώματα και μια σειρά από live ανοιχτές συζητήσεις, διαθέσιμες στο κανάλι του στο YouTube. Στο www.filmfestival.gr μπορούν να παρακολουθήσουν δωρεάν τα ντοκιμαντέρ του 22ου ΦΝΘ από την Τρίτη 19 έως την Πέμπτη 28 Μαΐου. Κάθε ντοκιμαντέρ θα είναι διαθέσιμο για 400 θεάσεις σε χρήστες αποκλειστικά από την Ελλάδα». (www.filmfestival.gr)