Πώς πρέπει να οργανωθεί μια μελλοντική επανάσταση στις ΗΠΑ;

Του Βασίλη Ραφαηλίδη*

To 1970, όλοι οι «καλά ενημερωμένοι» για τη μεθοδολογία και την αισθητική του επαναστατικού κινηματογράφου, το «σινεμά ντιρέκτ» και το σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο «σημαινόμενο» και το «σημαίνον», μιλούσαν για τον Πάγο του νεαρού Αμερικανού Ρόμπερτ Κράμερ, τρίτο μέρος μιας πολιτικής τριλογίας που έβαζε και έκρινε το πρόβλημα της εξέγερσης και της επανάστασης στις ΗΠΑ.
Τούτες οι ατέλειωτες συζητήσεις για έναν «επαναστατικό κινηματογράφο» έχουν καταλαγιάσει πια και τείνουν να συνοψιστούν στο απλό και γνωστό από πολύ παλιά συμπέρασμα πως η «επαναστατική» μορφή δε γεννάει κατ’ ανάγκην κι ένα επαναστατικό περιεχόμενο και πως το επαναστατικό περιεχόμενο μπορεί να πάρει μια οποιαδήποτε μη «επαναστατική» μορφή. Αυτό που έχει σημασία, σε τελική ανάλυση, είναι η ικανότητα του κινηματογραφιστή να στοχάζεται πολιτικά, δηλαδή να είναι ον σαφώς πολιτικοποιημένο και με ξεκαθαρισμένες απόψεις.
Ο Ρόμπερτ Κράμερ είναι, ίσως, μοναδική περίπτωση επαναστάτη-μαρξιστή κινηματογραφιστή, που κατάφερε να ξεπεράσει, όπως έδειξε ο χρόνος, τη μόδα των μορφικών «επαναστατικών αναζητήσεων» και να κάνει έργο με διάρκεια. Κι αυτό ίσως χάρις στις πεντακάθαρες απόψεις του για την τακτική και τη στρατηγική της επανάστασης — που ωστόσο σ’ αυτή την ταινία βαίνουν κατά συμπερασμόν, μέσα από μια προσεκτική κριτική των τεκταινομένων. Και σ’ ετούτο ακριβώς συνίσταται ο ουσιαστικός μοντερνισμός της: σε υποχρεώνει οπωσδήποτε να στοχαστείς. Άλλωστε, ο ίδιος ο Κράμερ θεωρεί αναγκαίο το διάλογο μεταξύ των θεατών στο τέλος της προβολής, προκειμένου να λειτουργήσει σωστά η ταινία του.
Ένας άλλος, πολύ ουσιαστικότερος μοντερνισμός, έγκειται στο σαφέστατο διαχωρισμό μεταξύ Ιστορίας και ιδεολογίας: η αντιμετώπιση της πρώτης ως καταφάνερου μύθου και η αποκλειστική συγκέντρωση της προσοχής πάνω στη δεύτερη.
Η ταινία περιγράφει με τη μέθοδο και τους τρόπους του «σινεμά-ντιρέκτ» (κάμερα και μαγνητόφωνο κρατημένα στο χέρι και άκρως ευέλικτα, διαρκές ηχητικό φόντο, κατάργηση της υποκριτικής, περιφρόνηση της τεχνικής και αισθητικής τελειότητας και, κυρίως, βαθιά διείσδυση του κινηματογραφιστή στον περιγραφόμενο χώρο), μια φανταστική εξέγερση στις ΗΠΑ, στην οποία οι εξεγερμένοι είναι οι παντός είδους δυσαρεστημένοι και οι «περιθωριακοί». (Οι παραδοσιακές προλεταριακές ομάδες απουσιάζουν εντελώς.) Το στόρι περιορίζεται σε μια λεπτομερειακή περιγραφή της προετοιμασίας και σε μια «πρόβα» σε «επίπεδο γειτονιάς» πριν από την προγραμματισμένη για την άνοιξη γενική επίθεση, σε πανεθνική κλίμακα για την κατάληψη της εξουσίας. (Το σενάριο είναι δομημένο σε μια πολύ γρήγορη διαδοχή σύντομων σκηνών, οι περισσότερες από τις οποίες δεν είναι παρά πλαν σεκάνς, ενώ η εννοιολογική σύνδεση τους είναι πάρα πολύ χαλαρή — κι εδώ πρέπει να εντοπιστεί ένας ακόμα «αποστασιοποιητικός» μοντερνισμός του Κράμερ.)
Είναι φανερό πως μια τέτοια μυθοπλασία ούτε την ιστορία υπηρετεί ούτε «πλάνο δράσης» για το μέλλον προτείνει, όπως γράφτηκε κατά κόρον. Είναι απλά και καθαρά μια δουλειά πάνω στην ιδεολογία, συγκεκριμένα μια κατάδειξη της Ιστορίας όχι ως μιας σειράς γεγονότων, αλλά ως προτσές, ως «γίγνεσθαι» που τελείται με τη συνειδητή δουλειά, ανθρώπων αποφασισμένων να πάρουν οπωσδήποτε μέρος στο «φτιάξιμο» της.
Εδώ εξαντλείται και η «προοδευτικότητα» των εξεγερμένων της ταινίας. Γιατί στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένα μάζωμα από απελπισμένους και ακτιβίστες, μισορομαντικούς και μισονευρωτικούς που προσπαθούν να δώσουν λύση στα προσωπικά τους προβλήματα, παίζοντας τους επαναστάτες. Μ’ άλλα λόγια, είναι γκοσίστες που συνεχίζουν να δρουν παρά το γεγονός πως ξέρουν ότι η δράση τους δεν είναι «ζέσταμα», αλλά «πάγωμα» του ιστορικού προτσές. (Από δω και ο αινιγματικός τίτλος.)
Όμως, μέσα απ’ αυτή την κριτική του γκοσισμού —οι αναφορές ειδικά στον Μαρ-κούζε γίνονται εύκολα νοητές—, βγαίνουν μια σειρά ερωτήματα καθαρά επαναστατικά, και η ιδεολογική αξία της ταινίας συνίσταται στη διατύπωση αυτών των ερωτημάτων: πώς πρέπει να οργανωθεί μια μελλοντική επανάσταση στις ΗΠΑ; Ποιο ρόλο θα παίξουν οι μειονότητες; Τι είδους σχέσεις πρέπει να αναπτύξουν μεταξύ τους οι επαναστάτες; Τι σημαίνει να είσαι παράνομος και πώς επιδρά το γεγονός αυτό στον ψυχισμό σου και στην επαναστατική δουλειά σου; Τι σημαίνει «καινούργια ζωή» όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις μετά την επιτυχία της επανάστασης; Άνθρωποι με αστικές καταβολές, με αστική ηθική, με αστικοποιημένη ψυχοσύνθεση είναι δυνατόν να παίξουν σωστά τον επαναστατικό τους ρόλο; Ο Κράμερ αφήνει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα και καλεί σε συζήτηση.

Διαβάστε   Η Μάχη του Αλγερίου

*Από την εφημερίδα «Το Βήμα», 18-4-1978)

 

Ice (1970)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Κράμερ

Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Κράμερ, Λέο Μπράουντι, Τομ Γκρίφιν, Πολ Εμσι Άιζακ

Διάρκεια: 130′