Ουμπέρτο Έκο: Ο υπεράνθρωπος των μαζών. Ρητορική και ιδεολογία του λαϊκού μυθιστορήματος (προδημοσίευση)

Ένας από τους σπουδαιότερους επιστήμονες της σημειωτικής, ο Ουμπέρτο Έκο, παρότι έχει φύγει από τη ζωή το 2016, “θα δώσει ζωή” στους Έλληνες αναγνώστες με την έκδοση στα ελληνικά ενός εξαιρετικού κειμένου του. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παραθέτει ένα απόσπασμα από το δοκίμιο «Ο υπεράνθρωπος των μαζών. Ρητορική και ιδεολογία του λαϊκού μυθιστορήματος» που θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

«Ο υπεράνθρωπος των μαζών. Ρητορική και ιδεολογία του λαϊκού μυθιστορήματος»
…Κάποιος, μετά την προβολή του Love Story είπε ότι πρέπει να έχεις καρδιά από πέτρα για να μη σκάσεις στα γέλια με την ιστορία του Όλιβερ και της Τζένης. Η φράση είναι υπέροχη, όπως όλες οι παραδοξολογίες που θυμίζουν Ουάιλντ, ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πράγματι, με όποια κριτική διάθεση κι αν πας να δεις το Love Story, πρέπει να έχεις καρδιά από πέτρα για να μη συγκινηθείς και να μην κλάψεις. Και τότε ακόμα πιθανότατα δεν εξαιρείσαι από τη συναισθηματική συμμετοχή που απαιτεί το φιλμ. Αυτό οφείλεται σε έναν απλούστατο λόγο: οι ταινίες αυτού του είδους έχουν επινοηθεί για να προκαλούν δάκρυα. Δεν μπορείς να τρως κουφέτα και –επειδή έχεις μεγάλη παιδεία και ισχυρό έλεγχο στις αισθήσεις σου– να παριστάνεις ότι γεύεσαι κάτι αλμυρό.

Η χημεία δεν κάνει ποτέ λάθος. Και καθώς υπάρχει και χημεία των συναισθημάτων, ένα από τα συστατικά που κατά παράδοση υποκινούν συναισθήματα είναι η καλοστημένη πλοκή· όταν η πλοκή είναι καλοστημένη, υποκινεί τα συναισθήματα για την πρόκληση των οποίων είχε προσχεδιαστεί. Μπορεί αργότερα, κατόπιν εορτής, να επικρίνουμε τον εαυτό μας επειδή τα νιώσαμε ή να τα επικρίνουμε ως απωθητικά ή να επικρίνουμε τις προθέσεις με τις οποίες στήθηκε η μηχανή που τα προκάλεσε. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Η καλά σχεδιασμένη πλοκή προξενεί χαρά, τρόμο, έλεος, γέλιο ή κλάμα.

Η πρώτη θεωρία της πλοκής γεννιέται με τον Αριστοτέλη. Για μας δεν έχει καμιά σημασία αν ο Αριστοτέλης την εφάρμοσε στην τραγωδία και όχι στο μυθιστόρημα· άλλωστε είναι γεγονός ότι από τότε όλες οι θεωρίες της αφήγησης ανάγονται σε αυτό το πρότυπο. Ο Αριστοτέλης μιλά για τη μίμηση πράξεως (δηλαδή για μια αλληλουχία γεγονότων) η οποία πραγματοποιείται με την κατασκευή ενός μύθου, δηλαδή μιας πλοκής μιας αφηγηματικής αλληλουχίας. Μπροστά σε αυτή την αλληλουχία, ο σχεδιασμός των χαρακτήρων (δηλαδή η ψυχολογία) και η ίδια η έκφραση (το ύφος, η γραφή) είναι δευτερεύοντα.
Είναι εύκολο επομένως να θεωρήσουμε ότι υπάρχει η οντότητα «πλοκή» που υπεισέρχεται χωρίς διάκριση τόσο στις δραματικές όσο και στις αφηγηματικές επιτελέσεις. Η αριστοτελική συνταγή είναι απλή: πάρτε έναν ήρωα με τον οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί, όχι απόλυτα κακό ούτε υπερβολικά άψογο, και βάλτε να του συμβούν τέτοιες ιστορίες που να περνά από την ευτυχία στη δυστυχία, και αντίστροφα, μέσα από περιπέτειες και αναγνωρίσεις.

Τεντώστε το τόξο της αφήγησης πέρα από κάθε δυνατό όριο, έτσι ώστε ο αναγνώστης και ο θεατής να νιώθουν ταυτόχρονα έλεος και τρόμο. Και όταν η ένταση έχει φτάσει στο αποκορύφωμα, βάλτε να παρεμβληθεί ένα στοιχείο που θα λύσει τον περίπλοκο κόμπο των γεγονότων και των συνεπομένων παθών. Θα είναι κάποιο θαύμα, μια θεϊκή παρέμβαση, μια αποκάλυψη και μια απρόβλεπτη τιμωρία: όπως κι αν είναι, θα επέλθει η κάθαρση – που στον Αριστοτέλη δεν είναι σαφές αν πρόκειται για κάθαρση του κοινού, το οποίο ξαλαφρώνει από το βάρος που του επέβαλε η αστήρικτη πλοκή, ή για κάθαρση της ίδιας της πλοκής, η οποία βρίσκει τελικά μια αποδεκτή λύση που να συμβαδίζει με τις απόψεις μας σχετικά με τη λογική ή την (μοιραία) τάξη των ανθρώπινων πραγμάτων. Η ιστορία τελείωσε.

Προσφέροντας αυτή τη συνταγή ο Αριστοτέλης (δημιουργός όχι μόνο της Ποιητικής αλλά και της Ρητορικής) ήξερε καλά ότι η παράμετρος του αποδεκτού ή μη μιας πλοκής δεν έγκειται στην ίδια την πλοκή, αλλά στο σύστημα των απόψεων που διέπουν την κοινωνική ζωή. Επομένως, για να είναι αποδεκτή η πλοκή, πρέπει να είναι αληθοφανής, και το αληθοφανές δεν είναι παρά η προσκόλληση σε ένα σύστημα προσδοκιών τις οποίες συνήθως συμμερίζεται το κοινό. Όσο για το έλεος και τον τρόμο, το περίεργο είναι ότι δεν τα ορίζει στην Ποιητική (που ασχολείται με τη δομή της πλοκής), αλλά στη Ρητορική που ασχολείται με τις απόψεις του κοινού και τον τρόπο χειραγώγησής του με σκοπό τη συναίνεση.
 
Οιδίπους εναντίον Ρίνγκο
 
Ας εφαρμόσουμε το αριστοτελικό πρότυπο στον Οιδίποδα Τύραννο: στον Οιδίποδα συμβαίνουν τρομερά πράγματα που ούτε αυτός ούτε εμείς μπορούμε να αιτιολογήσουμε· σε κάποιο σημείο γίνεται μια αποκάλυψη· η αυτοτιμωρία των βασιλέων κατευνάζει τον θεατή και επανορθώνει, περισσότερο ψυχολογικά παρά νομικά, την τάξη που είχε διασαλευθεί.

Ας περάσουμε τώρα σε ένα αριστούργημα της σύγχρονης θεαματικής πλοκής, το Stagecoach του Τζον Φορντ. Εδώ δεν είναι η μοίρα, αλλά το πνεύμα της κλειστής κάστας και η θρησκοληψία που επιβάλλουν σε ορισμένους ήρωες μια πίεση αβάσταχτη στον χρόνο και στον χώρο ενός ταξιδιού, κατά τη διάρκεια του οποίου ένα άλλο στοιχείο –που ούτε κι αυτό είναι μοιραίο–, οι Ινδιάνοι, υποβάλλει διώκτες και κυνηγημένους σε μια απειλή και επομένως σε μια ένταση εξίσου αβάσταχτη.

Η αφηγηματική καμπή φτάνει στο αποκορύφωμα με την επίθεση των άγριων ορδών, σε σημείο που να φαίνεται ότι μόνον ο θάνατος (και επομένως η άτακτη, η πέρα από κάθε προσδοκία ρήξη) μπορεί να ξεμπλέξει την υπόθεση. Ξαφνικά, σαν από μηχανής Θεός, φθάνει η Έβδομη Ταξιαρχία του Ιππικού και λύνει τον συλλογικό κόμπο· αργότερα, η εκδίκηση του Ρίνγκο, που σκοτώνει τους εχθρούς του και φεύγει τελικά με την Ντάλλας, μια μετανοημένη αμαρτωλή, λύνει τον προσωπικό κόμπο. Από την πλευρά τους, τα άλλα ασταθή στοιχεία της πλοκής φροντίζουν να συντεθούν σε μια μορφή τάξης, ο απατεώνας και δολοφόνος τυχοδιώκτης από τον Νότο πεθαίνει σαν ήρωας και αποδεικνύεται γόνος επιφανούς οικογένειας, η σύζυγος του λοχαγού αλλάζει τη συμπεριφορά της προς την Ντάλλας, ο δόκτωρ Μπουν, παρότι μεθύστακας, ξαναβρίσκει με θάρρος την αξιοπρέπειά του, ο απατεώνας τραπεζίτης, που μέχρι το τέλος αντιπροσώπευε την πιο οπισθοδρομική όψη της κοινωνικής πίεσης, υφίσταται την οφειλόμενη τιμωρία.

Τι διαφοροποιεί το Stagecoach από τον Οιδίποδα Τύραννο; Κατ’ αρχάς στο Stagecoach –κι εδώ διαφέρει από τον Οιδίποδα– όλα συμβαίνουν πράγματι και αποκλειστικά στο επίπεδο της πλοκής: δεν υπάρχει καμιά απόπειρα ψυχολογικής ανάλυσης, κάθε χαρακτήρας είναι ήδη καθορισμένος όσο πιο συμβατικά γίνεται και κάθε κίνηση μπορεί να προβλεφθεί μέχρι χιλιοστού. Όσο για το «ύφος», μοιάζει να μην υπάρχει ή τουλάχιστον κάνει τα πάντα για να μη φανερωθεί. (Επειδή όμως ο Φορντ είναι μεγάλος καλλιτέχνης, επινοεί ένα ύφος απλώς λειτουργικό, και μόνον αργότερα θα αποκαλυφθεί ως καινοτόμος και εφευρέτης ενός σύγχρονου έπους, στυγνού κι ωστόσο πλούσιου σε ζωγραφική ένταση.)

Υπάρχει όμως και ένα τρίτο στοιχείο που εντείνει τη διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα: στον Οιδίποδα Τύραννο, η τάξη και η ειρήνη επιτυγχάνονται με ακριβό τίμημα ή μάλλον επιτυγχάνονται μόνο όταν μια μεγάλη amor fati εμψυχώνει τα πρόσωπα. Στην πραγματικότητα, η ιστορία του Οιδίποδα δεν παρηγορεί, όπως δεν παρηγορούν οι ιστορίες της Βίβλου που αφηγούνται πάντα τη σχέση με έναν Θεό φθονερό κι εκδικητικό.
Αντίθετα, το Stagecoach παρηγορεί: παρηγορεί η επικύρωση της ζωής και του έρωτα, παρηγορεί ακόμα κι ο ίδιος ο θάνατος, ο οποίος ευτυχώς καταφέρνει να θεραπεύσει αντιφάσεις που δύσκολα θα επιλύονταν με άλλον τρόπο.

Ο Ουμπέρτο Έκο (1932-2016) γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε. Αν και αρχικά παρακολούθησε σπουδές Νομικής, εγκατέλειψε αυτό τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών. Από το 1975 είχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Μέσα στη δεκαετία του ’70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματά του, κάνοντας την αρχή με ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ, που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Médicis Étranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ο Έκο περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι.

Διαβάστε   Συγγραφέας μεγαλύτερος από τη ζωή