Μνήμη

Του Λουίς Μπουνιουέλ*

Στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, η μητέρα μου έχασε σιγά-σιγά τη μνήμη της. Όταν πήγαινα να τη δω στη Σαραγόσα, όπου έμενε μαζί με τους αδελφούς μου, της δίναμε καμιά φορά κάποιο περιοδικό κι εκείνη το ξεφύλλιζε προσεκτικά, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Ύστερα της παίρναμε το περιοδικό απ’ τα χέρια, για να της το αλλάξουμε με ένα άλλο, στην πραγματικότητα όμως της δίναμε πάλι το ίδιο. Εκείνη ξανάρχιζε να το ξεφυλλίζει με την ίδια προσοχή.

Έφτασε σε σημείο να μην αναγνωρίζει πια τα παιδιά της, να μην ξέρει ποιοι είμαστε, ποια ήταν. Έμπαινα στο δωμάτιο της, τη φιλούσα, καθόμουν λίγο κοντά της – κατά τα άλλα ήταν τελείως υγιής, είχε μάλιστα αρκετή κινητικότητα για την ηλικία της. Ύστερα έβγαινα και αμέσως μετά ξαναγύριζα. Εκείνη με καλωσόριζε με το ίδιο χαμόγελο, με προσκαλούσε πάλι να καθίσω, σαν να μ’ έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν θυμόταν πια ούτε το όνομά μου.

Όταν ήμουν στο κολλέγιο στη Σαραγόσα, ήξερα απ’ έξω όλα τα ονόματα των Βησιγότθων Ισπανών βασιλέων, τις εκτάσεις και τους πληθυσμούς όλων των ευρωπαϊκών κρατών και ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα. Στα κολέγια συνήθως, περιφρονούν αυτή τη μηχανική απομνημόνευση. Στην Ισπανία αυτούς τους μαθητές τους λένε memoriones. Κι εγώ ο ίδιος άλλωστε, παρόλο που ήμουν ένας memorion, κάτι τέτοιες μέτριες επιδείξεις τις κορόιδευα.

Καθώς όμως τα χρόνια της ζωής μας περνούν, αυτή η μνήμη, που άλλοτε περιφρονούσαμε, μας γίνεται πολύτιμη. Οι αναμνήσεις συσσωρεύονται μέσα μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, και ξαφνικά, κάποια μέρα, μάταια αναζητούμε το όνομα ενός φίλου, ενός συγγενή. Το έχουμε ξεχάσει. Μπορεί να μας πιάσει πραγματική μανία, να ψάχνουμε και να ξαναψάχνουμε μια λέξη που μας είναι γνωστή, την έχουμε στην άκρη της γλώσσας, κι όμως αρνείται πεισματικά να έρθει στην επιφάνεια.

Διαβάστε   Playtime: ο Ζακ Τατί στο (αριστουργηματικό) χάος της μοντερνοποίησης

Μ’ αυτά τα συμπτώματα, και τ’ άλλα που δεν θ’ αργήσουν ν’ ακολουθήσουν, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε και να παραδεχόμαστε τη σημασία της μνήμης. Η αμνησία – που προσωπικά άρχισα να την αισθάνομαι γύρω στα εβδομήντα μου – αρχίζει με τα κύρια ονόματα και τις πιο κοντινές αναμνήσεις: πού έβαλα τον αναπτήρα μου πριν πέντε λεπτά; Τι ήθελα να πω όταν άρχισα αυτή τη φράση; Αυτή είναι η αμνησία πρώτου βαθμού. Ακολουθεί η αμνησία δευτέρου βαθμού, που αναφέρεται σε γεγονότα των τελευταίων μηνών, των τελευταίων ετών: πώς ήταν το όνομα του ξενοδοχείου μου στη Μαδρίτη το Μάιο του 1980; Ο τίτλος εκείνου του βιβλίου που μου είχε φανεί ενδιαφέρον πριν έξι μήνες; Δεν θυμάμαι πια, ψάχνω, ξαναψάχνω, μάταια. Τέλος έρχεται η αμνησία τρίτου βαθμού, που μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή, όπως έγινε με τη μητέρα μου.

Εγώ δεν έχω ακόμη νιώσει να με αγγίζει αυτή η τρίτη μορφή αμνησίας. Από το μακρινό μου παρελθόν, από τα παιδικά και από τα νεανικά μου χρόνια, θυμάμαι με ακρίβεια ένα σωρό γεγονότα κι ένα τεράστιο αριθμό από πρόσωπα και ονόματα. Αν τύχει και ξεχάσω κάποιο, δεν ανησυχώ υπερβολικά. Ξέρω πως θα εμφανιστεί πάλι, από κάποιο τυχαίο δρόμο του υποσυνείδητου, που δουλεύει ακούραστο στα σκοτεινά.

Αντίθετα, νιώθω πολύ ζωηρή ανησυχία, σχεδόν άγχος, όταν δεν μπορώ να θυμηθώ ένα γεγονός που έχω ζήσει πρόσφατα ή το όνομα ενός προσώπου που συνάντησα μέσα στους τελευταίους μήνες ή κι ενός πράγματος. Ξαφνικά η προσωπικότητά μου αποδιοργανώνεται, διαλύεται. Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο κι ωστόσο όλες μου οι προσπάθειες, όλοι μου οι θυμοί, είναι άχρηστοι. Είναι άραγε η αρχή μιας ολοκληρωτικής εξαφάνισης; Φριχτό συναίσθημα το ν’ αναγκάζεσαι να χρησιμοποιήσεις  μια μεταφορά για να πεις «τραπέζι». Κι ακόμη περισσότερο, η μεγαλύτερη αγωνία: να είσαι ζωντανός, αλλά να μην αναγνωρίζεις πια τον εαυτό σου, να μην ξέρεις πια ποιος είσαι.

Διαβάστε   Το φεγγάρι του Δία: συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Κόρνελ Μουντρούτσο

Πρέπει ν’ αρχίσει κανείς να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για ν’ αντιληφθεί ότι αυτή η μνήμη είναι που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. Μια ζωή δίχως μνήμη δεν θα ήταν ζωή, όπως μια διάνοια χωρίς τη δυνατότητα να εκφράζεται δεν θα ήταν διάνοια. Η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημα μας. Χωρίς αυτή δεν είμαστε τίποτε.

Έχω συχνά σκεφτεί να βάλω σε μια ταινία μια σκηνή, όπου κάποιος προσπαθεί να διηγηθεί σ’ ένα φίλο του μια ιστορία. Αλλά ξεχνάει μια λέξη στις τέσσερις, εν γένει μια λέξη πολύ απλή, όπως αυτοκίνητο, δρόμος, αστυνομικός. Τραυλίζει, κομπιάζει, κάνει χειρονομίες, αναζητάει συνώνυμα, ώσπου στο τέλος ο φίλος του, φοβερά εκνευρισμένος, τον χαστουκίζει και φεύγει. Επίσης, καμιά φορά, για να διασκεδάσω τον ίδιο μου τον πανικό, διηγούμαι την ιστορία με τον άνθρωπο που πηγαίνει στον ψυχίατρο και παραπονείται για προβλήματα της μνήμης του, για κενά. Ο ψυχίατρος του κάνει μια δυο ερωτήσεις ρουτίνας και μετά του λέει:

-Λοιπόν; Κι εκείνα τα κενά;

-Ποια κενά; ρωτάει ο άνθρωπος.

Η μνήμη είναι αναντικατάστατη και παντοδύναμη, από την άλλη, όμως, εύθραυστη και ευάλωτη. Δεν απειλείται μόνο από τη λήθη, τον παλιό της εχθρό, αλλά και από τις πλαστές αναμνήσεις, που μέρα με τη μέρα την κατακλύζουν. Ένα παράδειγμα: για πολύ καιρό διηγόμουν στους φίλους μου (και το αναφέρω σ’ αυτό το βιβλίο) το γάμο του Πωλ Νιζάν, λαμπρού μαρξιστή διανοούμενου της δεκαετίας του ’30. Ξανάβλεπα στην εντέλεια την εκκλησία του SaintGermainDesPres, τους καλεσμένους, ανάμεσα στους οποίους ήμουν κι εγώ, την Αγία τράπεζα, τον ιερέα, τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, μάρτυρα του γαμπρού. Μια μέρα, πέρυσι, είπα ξαφνικά στον εαυτό μου: μα είναι αδύνατο! Ποτέ ο Πωλ Νιζάν, συνειδητός μαρξιστής, και η γυναίκα του, που ανήκε σε οικογένεια αγνωστικιστών, δεν θα πήγαιναν να παντρευτούν στην εκκλησία. Ήταν τελείως αδιανόητο. Τι συνέβαινε λοιπόν; Είχα μεταμορφώσει μια ανάμνηση; Ήταν μια ανάμνηση που είχα επινοήσει; Μια σύγχυση; Τοποθέτησα σ’ ένα οικείο μου εκκλησιαστικό περιβάλλον μια σκηνή που μου διηγήθηκαν: Ακόμα και σήμερα δεν το έχω ξεκαθαρίσει.

Διαβάστε   Από που πάνε για το Bollywood/Hollywood, παρακαλώ;

Η μνήμη διαρκώς δέχεται επιθέσεις από τη φαντασία και την ονειροπόληση. Και καθώς υπάρχει ο πειρασμός να πιστεύουμε στην αλήθεια του φανταστικού, καταλήγουμε να μετατρέπουμε το ψέμα σε αλήθεια. Πράγμα που εξάλλου δεν έχει παρά σχετική σημασία, αφού είναι εξ ίσου βιωμένα, εξ ίσου προσωπικά, και το ένα και το άλλο.

*Το κείμενο προέρχεται από την εισαγωγή του βιβλίου του Λουίς Μπουνιουέλ “Η Τελευταία Πνοή”, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1984