“Η Χρονιά της Οργής”: Ένα πολιτικό θρίλερ για το ταραχώδες κλίμα στην Ουρουγουάη πριν το πραξικόπημα του 193

Ουρουγουάη, 1972. Η χώρα οδεύει αναπόφευκτα προς μία τρομερή δικτατορία. Ο Ντιέγκο και ο Λεονάρντο, σεναριογράφοι μιας γνωστής κωμικής τηλεοπτική σειράς, παλεύουν να κρατήσουν την ακεραιότητά τους κάτω από τη συνεχή πίεση να μειώσουν την πολιτική σάτιρα εναντίον του στρατού. Από την πλευρά των καταπιεστών, ο Ρόχας, ο υπολοχαγός υπεύθυνος για τα βασανιστήρια των αντιστασιακών νέων, βρίσκει συναισθηματικό καταφύγιο σε μία πόρνη, τη Σουζάνα. Σιγά σιγά, οι ζωές όλων επηρεάζονται βαθιά από τον ζυγό της δικτατορίας που πλησιάζει απειλητικά.

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Ράφα Ρούσο

Γιατί σας πήρε τόσο καιρό να σκηνοθετήσετε μια νέα ταινία;

Γιατί δεν τα κατάφερνα, παρόλο που προσπάθησα πολλές φορές. Συνέχιζα να γράφω σενάρια για άλλους, προσπαθούσα ταυτόχρονα να προωθήσω και τα δικά μου, αλλά για κάποιο λόγο δεν προχωρούσαν. Υπήρξε και μια τεράστια κρίση, η οποία έπληξε σοβαρά τον κλάδο και έγινε ακόμα πιο δύσκολο να κινηθεί κάποιο πρότζεκτ. Φαντάζομαι το ότι η πρώτη μου ταινία δεν είχε το αντίκτυπο που ήλπιζα, δεν βοήθησε πολύ. Ποτέ δεν ξέρεις ποια πρότζεκτ θα προχωρήσουν τελικά και ποια όχι. Αρχικά, “Η Χρονιά της Οργής” δεν φάνταζε καθόλου απλό στο να γίνει, καθώς διαδραματίζεται στην Ουρουγουάη τη δεκαετία του ’70. Παρόλα αυτά το σενάριο άρχισε σταδιακά να κινεί το ενδιαφέρον. Είχα κι άλλα πρότζεκτ που δούλευα, που ήταν θεωρητικά πολύ πιο mainstream, αλλά έχουν μείνει στην άκρη. Είμαι χαρούμενος με αυτήν την ταινία όμως. Ελπίζω ότι θα με βοηθήσει να ασχοληθώ περισσότερο με τη σκηνοθεσία και ότι θα με βάλει ξανά μέσα στα πράγματα.

Πρέπει να σας δυσκόλεψε αρκετά, καθώς είναι ταινία εποχής και πολύ πιο φιλόδοξη από την πρώτη σας…

Διαβάστε   Έρχεται το πρώτο streaming φεστιβάλ του Cinobo!

Ναι, ήταν πάρα πολύ απαιτητική και χρειάστηκε να κάνω τεράστια προετοιμασία για να είμαι έτοιμος: ήταν τέτοια η πρόκληση που τώρα αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να σκηνοθετήσω ακόμα και το “Αποκάλυψη Τώρα” αν χρειαζόταν (γελάει). Έδωσα όλο μου το είναι σε αυτήν την ταινία.

Πώς όμως ένας Μαδριλένος σαν κι εσάς καταλήγει σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής;

Γεννήθηκα στη Μαδρίτη, αλλά οι γονείς μου είναι Αργεντινοί και γι’ αυτό ένιωθα πάντα συνδεδεμένος με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα στη Λατινική Αμερική: η Ουρουγουάη και η Αργεντινή είναι αδελφά έθνη. Όταν μου είπαν για «τη χρονιά της οργής» και τι σημαίνει, είδα ότι υπήρχε μια σπουδαία ιστορία εκεί και ότι θα μπορούσε να προσεγγιστεί διαφορετικά… Επίσης, είναι και μια χώρα που δεν έχουμε δει πολύ στον κινηματογράφο. Όλα αυτά έκαναν το πρότζεκτ πολύ ελκυστικό.

Συν το γεγονός ότι όλες οι δικτατορίες είναι παρόμοιες: σκεφτόσασταν καθόλου και τη δικτατορία που υπέμεινε η Ισπανία τον προηγούμενο αιώνα;

Ναι, φυσικά – περισσότερο από οτιδήποτε όμως, με ένοιαζε να αποτυπώσω τις στιγμές ακριβώς πριν τη φρίκη της δικτατορίας. Όταν βλέπω ταινίες για τους Ναζί, μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον να δω πώς ήταν τα χρόνια πριν και πώς έφτασαν σε εκείνο το σημείο. Έχουμε δει τη φρίκη σε πολλές άλλες ταινίες, δεν υπάρχει κάτι καινούριο να ειπωθεί επ’ αυτού. Ίσως γι’ αυτό είναι πιο ενδιαφέρον να δούμε μια ιστορία για το πριν, για το πώς έφτασαν ως εκεί, σε μια χώρα όπως η Ουρουγουάη για παράδειγμα που ήταν πάντα πρωτοπόρος στα ανθρώπινα δικαιώματα και στον προοδευτισμό στη Λατινική Αμερική. Και το γεγονός ότι αυτή η συγκεκριμένη χώρα έπεσε στην άβυσσο του απολυταρχισμού μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ήθελα να πω την ιστορία από την πλευρά του ανθρώπου στον δρόμο, αντί για τα γραφεία των πολιτικών ή των στρατιωτών. Ήθελα να λερώσω τα χέρια μου, να δω την ωμή αλήθεια του πώς απλοί άνθρωποι βίωσαν αυτή τη στιγμή, μέσα από ένα καλειδοσκόπιο χαρακτήρων με διαφορετικές οπτικές. Τί συμπεριφορές ανέπτυξαν σταδιακά απέναντι στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που τους περιτύλιγε; Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να κάνω τον σύγχρονο θεατή να ταυτιστεί περισσότερο με αυτό που περνούσαν οι άνθρωποι τότε.

Βασικά δύο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας (που ερμηνεύουν ο Αλμπέρτο Αμάν και ο Χοακίν Φουριέλ) είναι σεναριογράφοι, όπως κι εσείς…

Διαβάστε   "Aniara": Όταν ένα ποίημα μετατρέπεται σε ένα μοντέρνο και επίκαιρο υπαρξιακό φιλμ επιστημονικής φαντασίας...

Είναι φανταστικοί χαρακτήρες, και υπήρχαν κωμικές εκπομπές στην τηλεόραση της Ουρουγουάης τότε, που ήταν πολύ γνωστές. Ως δημιουργός, με ενδιέφερε να υιοθετήσω την οπτική κάποιου που ασχολούνταν με τον πολιτισμό γιατί πιστεύω ότι έχουμε ένα όπλο που άλλοι άνθρωποι ίσως δεν έχουν. Είναι δίκοπο μαχαίρι: από τη μία μπορείς να καταδικάσεις και να φέρεις προσοχή σ’ αυτό που ζεις (κάτι που δεν μπορούν να κάνουν άλλοι), αλλά νιώθεις το βάρος αυτής της ευθύνης και, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στο χαρτί και να αποστασιοποιηθείς από αυτά που συμβαίνουν γύρω σου, καθώς ό,τι και να προσπαθήσεις να γράψεις θα ωχριά σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα ειδικά αν είναι τόσο σοκαριστικά. Έτσι, αν θες να μπορείς να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να αισθάνεσαι καλά, είναι δύσκολο να αποκοπείς από το τι συμβαίνει, και αυτό είναι μια πολύ περίπλοκη θέση για έναν καλλιτέχνη.

Βιογραφικό σκηνοθέτη Ράφα Ρούσο

Ο Ράφα Ρούσο γεννήθηκε το 1962 στη Μαδρίτη από Αργεντινούς γονείς. Ζει και εργάζεται ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος στη Βαρκελώνη. Σπούδασε σενάριο στο Λονδίνο όπου και έζησε για 9 χρόνια. Πριν ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, ήταν επιτυχημένος μουσικός με δισκογραφία και πολλές εμφανίσεις σε Αμερική και Αγγλία. Το πρώτο του σενάριο “The Twice Upon A Yesterday” έγινε ταινία το 1997 με την Πενέλοπε Κρουζ και τη Λίνα Χίντι. Μετά έκανε το πέρασμα στη σκηνοθεσία, σκηνοθετώντας πολλές και βραβευμένες ταινίες μικρού μήκους. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία Love In Self-Defense κυκλοφόρησε το 2006 και αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς. Έχει υπογράψει το σενάριο της ταινίας Remember Me με τον Μπρους Ντερν. Το The Year Of Fury είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του.

Διαβάστε   "Τα Πάθη του Χριστού": το σινεμά ως ιδεολογικό αίτιο και αιτιατό...

 

The Year Of Fury (Η Χρονιά της Οργής, 2020)

Σκηνοθεσία: Ράφα Ρούσο

Ηθοποιοί: Αλμπέρτο Αμάν, Χοακίν Φουριέλ, Ντανιέλ Γκράο, Μαρτίνα Γκούσμαν, Μαριμπέλ Βερντού, Μιγκέλ Άνχελ Σόλα

Διάρκεια: 102’

Η ταινία θα προβληθεί πανελλαδικά για πρώτη φορά στις 30 Νοεμβρίου αποκλειστικά στο Cinobo