“Η Στολή του Λοχαγού”: όσοι ασπάστηκαν το Τρίτο Ράιχ ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι…

Η ταινία βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αληθινή ιστορία του 19χρονου Γερμανού στρατιώτη Ουίλι Χέρολντ (γεννημένου το 1925) που μεταμορφώθηκε σε απατεώνα και σαδιστή εγκληματία αφότου βρήκε και φόρεσε τη στολή ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού, τον Απρίλιο του 1945. Στις 3 Απριλίου 1945, λίγες εβδομάδες πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χέρολντ απομακρύνεται από το στράτευμά του και κατευθύνεται προς το Βορρά. Καθοδόν, μέσα σε ένα κατεστραμμένο στρατιωτικό αυτοκίνητο, ο νεαρός βρίσκει το κουτί ενός αξιωματικού που περιέχει τη στολή ενός λοχαγού που φέρει πολλές διακρίσεις, μεταξύ αυτών και τον Σιδηρούν Σταυρό. Ο Χέρολντ ξεκινά να υποδύεται το λοχαγό, κάνοντας, πολύ γρήγορα, χρήση των νέων του εξουσιών και, αναλαμβάνει το ρόλο του διοικητή σε μια ομάδα στρατιωτών που συναντά τυχαία. Λέγεται πως συνολικά, ο Χέρολντ ηγήθηκε 80 στρατιωτών, με 12 στρατιώτες να παραμένουν μαζί του μέχρι το τέλος. Ο Χέρολντ έμεινε στην ιστορία για τα στυγερά του εγκλήματα και τις αναίτιες εκτελέσεις αθώων πολιτών, με την ψευδή δικαιολογία πως εκτελεί εντολές του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ, γεγονός που όλοι γύρω του προσποιούνταν πως πίστευαν, παρόλο που δεν υπήρχε καμία γραπτή απόδειξη ανάλογων εντολών.

Στις 12 Απριλίου 1945 ο Χέρολντ και ο άντρες του διατάζουν κάποιους κρατούμενους να σκάψουν μια βαθιά λακκούβα και ξεκίνησαν να τους εκτελούν και να τους πετούν μέσα της. Ακολούθως, εκτέλεσαν και συνολικά 98 στρατιώτες, τους οποίους, ομοίως, πέταξαν μέσα στη λακκούβα. Μεταξύ 15 και 18 Απριλίου 1945, ο Χέρολντ και οι άντρες του αναδιοργανώνουν συνολικά και εντελώς αυθαίρετα ένα στρατόπεδο. Στις 19 Απριλίου, οι Συμμαχικές Δυνάμεις βομβαρδίζουν το συγκεκριμένο στρατόπεδο και ο Χέρολντ και η ομάδα του συνεχίζουν τη δράση τους με δημόσιους απαγχονισμούς, εκτελέσεις φερόμενων κατασκόπων και ενός απλού αγρότη παρόλο που είχε υψώσει λευκή σημαία. Στις 28 Απριλίου 1945, ο Χέρολντ, επιτέλους, συλλαμβάνεται από τη στρατιωτική αστυνομία και ομολογεί όλα του τα εγκλήματα, αλλά αφήνεται ελεύθερος. Όταν του ζητείται να συμμετάσχει στην τελευταία επιχείρηση των Ναζί, εκείνος καταφεύγει σε μια μικρή πόλη, όπου συλλαμβάνεται από έναν Βρετανό την ώρα που έκλεβε ψωμί. Το βρετανικό στρατιωτικό δικαστήριο τον καταδικάζει σε θάνατο και εκτελείται, σε ηλικία 20 ετών, στις 29 Αυγούστου 1946, μαζί με άλλους πέντε άντρες. Θα μείνει στην ιστορία ως «ο Εκτελεστής του Έμσλαντ», έχοντας σκοτώσει περίπου 170 άτομα.

Διαβάστε   "Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών" του Σύλλα Τζουμέρκα στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μια τραυματική εμπειρία για την πλειοψηφία των Γερμανών που ζούσαν στο Ράιχ, καθώς αυτό σήμαινε έλλειψη κατοικίας και φαγητού. Η πλειοψηφία, μάλιστα, μπορεί να στηλίτευε τις εξτρεμιστικές πράξεις των Ναζί πολιτικών, αλλά ουσιαστικά ήταν υπέρμαχοι των βασικών αρχών τους, των προκαταλήψεων, των σκοπών και των κινήτρων τους. Για εκείνους, το τέλος του πολέμου σήμαινε ήττα, απώλεια εδαφικής κυριαρχίας, κατοχή, υποταγή σε ξένους νόμους.

Αυτός ήταν ο κόσμος του Ουίλι Χέρολντ, του νεαρού στρατιωτικού που έπαψε να νοιάζεται και ο οποίος έκανε οτιδήποτε για να μπορέσει ο ίδιος να επιβιώσει. Ο Ουίλι γοητεύτηκε από το ρόλο που ανέλαβε, φορώντας τη στολή του λοχαγού. Αυτό που επιδίωκε ήταν να πάψει να φοβάται για τη ζωή του και, προσπαθώντας να το επιτύχει, κατέληξε να είναι ο καλύτερος εκφραστής της πιο άγριας έκφανσης του φασισμού. Ήταν ένας απατεώνας και ένας κατά συρροή δολοφόνος που προσαρμοζόταν και μάθαινε εύκολα, προκειμένου να επιβιώσει σε έναν κόσμο που αναζητούσε «διψασμένα» να πιστέψει σε κάποιον ή κάτι. Το μόνο που ήθελε ο κόσμος, τότε, ήταν μια, έστω κι απατηλή, υπόσχεση πως τα προβλήματα θα λυθούν, πως θα υπάρχει φαγητό στο τραπέζι και ένα κορίτσι στο κρεβάτι. Μπορεί ο Ουίλι Χέρολντ να ήταν ψυχοπαθής, ή απλώς ένας άνθρωπος της εποχής του. Αυτό που δεν ήταν, είναι η εξαίρεση, καθώς έχουν διαπιστωθεί πάνω από 400 ανάλογες περιπτώσεις τέτοιων στυγερών εγκληματιών.

Η συγκεκριμένη ταινία είναι, ίσως, η μοναδική γερμανική παραγωγή που αποτυπώνει την πλήρη κατάρρευση των Ναζί, όπου πολίτες και στρατιώτες είναι πρόθυμοι να δουν τους συμπολίτες τους να δολοφονούνται στυγερά προκειμένου εκείνοι να επιβιώσουν. Με την ταινία αυτή ο γερμανικός κινηματογράφος επιτέλους παραδέχεται τον αληθινό τρόμο του πολέμου: την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στην προοπτική του θανάτου και την πλήρη, κυνική αδιαφορία για τα μαρτύρια και τη ζωή των άλλων ανθρώπων.

Η ταινία του Ρόμπερτ Σβέντκε, ξεκίνησε τη φεστιβαλική της πορεία με πολλές διακρίσεις (Σαν Σεμπαστιάν- Καλύτερης Φωτογραφίας, Βίλνιους-Βραβείο Κριτικών για Καλύτερη ταινία και βραβείο FIPRESCI, Μπάρι-Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου) ενώ, όπου προβλήθηκε απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας και τις εντυπώσεις του κοινού.

 

ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΒΕΝΤΚΕ:

Εβδομήντα, σχεδόν, χρόνια έχουν περάσει από τις αδιαμφισβήτητες κτηνωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα εγκληματικά γεγονότα εκείνης της εποχής προκαλούν ακόμα απόγνωση, καθώς δεν δύναται να τα συλλάβει ανθρώπου νους. Με τα σημερινά δεδομένα, οι πράξεις αποτρόπαιης βιαιότητας που έλαβαν, τότε, χώρα φαντάζουν αφύσικες, ψυχοπαθητικές και τρομακτικές. Αλλά ο τρόμος είναι μια έννοια ηθική και όχι λογική. Προκειμένου να ερμηνεύσει κανείς τις πράξεις του πρωταγωνιστή της ταινίας Ουίλι Χέρολντ, οφείλουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσε και να μην τον κρίνουμε με όρους του δικού μας, σύγχρονου, κόσμου. Πρέπει να υπερβούμε τη στείρα ηθικολογία και να δούμε τον κόσμο μέσα από τη δική του οπτική. Με άλλα λόγια, να προσεγγίσουμε την ιστορία, όχι με όρους ηθικής, αλλά με την πρόθεση να δούμε αυτά που έβλεπε εκείνος, να νιώσουμε αυτά που ένιωθε εκείνος.

Το κοινό πρέπει να βιώσει την ιστορική, ψυχολογική και κοινωνική πραγματικότητα του Χέρολντ απευθείας, ενστικτωδώς και συναισθηματικώς. Η ιστορία δεν ξετυλίγεται από έξω προς τα μέσα, αλλά από μέσα προς τα έξω. Το κοινό θα καταδυθεί πλήρως στο πώς σκεφτόταν και ένιωθε ο Χέρολντ. Δεν έχουμε σκοπό να δικαιολογήσουμε ή να συγχωρήσουμε τις πράξεις του Χέρολντ τοποθετώντας τες σε κάποιο εννοιολογικό πλαίσιο ή, ακόμα χειρότερα, προτείνοντας έναν ηθικό σχετικισμό. Αυτό που θέλουμε είναι να κατανοήσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές οι πράξεις ήταν εφικτό να λάβουν χώρα και να προσεγγίσουμε το γενικότερο πλαίσιο εκείνης της εποχής μέσα από αυτό το συγκεκριμένο γεγονός.

Η εξαιρετικά συγκεκριμενοποιημένη οπτική του Χέρολντ αναφορικά με ένα ιστορικό γεγονός μάς επιτρέπει να συλλάβουμε, έστω και σε πρώτο επίπεδο, μια καθολική αλήθεια που αφορά στην κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι σε περιόδους πολέμου-τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Γιατί, λοιπόν, επιλέξαμε να σας αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία; Επειδή: «Μέσα από το παρελθόν κατανοούμε το παρόν, και μέσα από το παρόν προετοιμαζόμαστε για το μέλλον.» (Άρνο Σμιτ).

Χρησιμοποιώντας ψυχολογική ορολογία, όσοι είχαν ασπαστεί το Τρίτο Ράιχ ήταν εξίσου φυσιολογικοί άνθρωποι με οποιονδήποτε ζούσε σε άλλες κοινωνίες, σε άλλες εποχές. Οι δράστες των αποτρόπαιων εγκλημάτων προέρχονταν από τη φυσιολογική κοινωνία και καμία συγκεκριμένη ομάδα δεν κατάφερε να αποδειχθεί απρόσβλητη στον πειρασμό, κατά τη φράση του Γκύντερ Άντερς «Απανθρωπιά με ατιμωρησία».

Αυτοί είναι εμείς. Εμείς είμαστε εκείνοι. Το παρελθόν λαμβάνει χώρα τώρα.

Ο Εθνικοσοσιαλισμός ήταν ένα δυναμικό σύστημα το οποίο αποτελείτο, εκτός από τους γνωστούς αρχιτέκτονες που το δημιούργησαν, από –κυρίως- απλούς, καθημερινούς πολίτες της διπλανής πόρτας, που άλλοι ήταν ιδεολογικά προσκείμενοι στις αρχές του, άλλοι ήταν κοινοί τυχοδιώκτες και κάποιοι απλώς νομιμοποιημένοι φονιάδες. Την οπτική αυτών των εγκληματιών που ήταν και εκείνοι που διατηρούσαν το ναζιστικό κίνημα ζωντανό κι ενεργό ήθελα να αποτυπώσω κινηματογραφικά. Ήθελα η ταινία μου να προσφέρει στο κοινό έναν ήρωα που δεν είναι ηθικά άκαμπτος, που υποτάσσεται στο σύστημα και το υπηρετεί, καθώς αυτό αποδεικνύεται και ιστορικά. Οι άνθρωποι, μολονότι φαντασιώνονται πως μπορούν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να εναντιωθούν στο σύστημα, πράττοντας πάντα αυτό που θεωρείται ηθικά αποδεκτό, συχνά υποκύπτουν και πράττουν όλα αυτά που προηγουμένως κατηγορηματικά απέρριπταν. Και ήθελα, επίσης, το κοινό να αναρωτηθεί «Τι θα έκανα εγώ στη θέση του;» Και σήμερα βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου και τέτοια ερωτήματα καλό είναι να τα θέτουμε στον εαυτό μας, ώστε να αναλογιζόμαστε τα όριά μας, τις δυνάμεις και τις αρχές μας.  

Μελετώντας βιβλία ιστορίας και ψυχολογίας, ημερολόγια και μυθιστορήματα αναφορικά με εκείνη την εποχή διαπίστωσα πως το ζητούμενο δεν είναι να αναλύσεις ποιος ήταν ο Ουίλι Χέρολντ, ή να χρησιμοποιήσεις ορολογίες κλινικής ψυχολογίας για την περίπτωσή του. Ο Ουίλι Χέρολντ είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, αλλά στο ερώτημα ποιος ήταν ο Ουίλι Χέρολντ και γιατί έκανε όλα όσα έκανε, έγκειται στον κάθε θεατή να δώσει τη δική του απάντηση.

Η ταινία είναι επίτηδες γυρισμένη ασπρόμαυρη, καθώς δεν ήθελα ο θεατής να εγκλωβιστεί στο κόκκινο του αίματος και να χάσει την ουσία. Ναι, η ταινία έχει, ομολογουμένως, πολύ αίμα και ο θεατής οφείλει να συλλογιστεί πάνω στην ταινία και όχι να μείνει στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης: πως πρόκειται για άλλη μια πολεμική ταινία. Εξάλλου, οι προσλαμβάνουσές μας για εκείνη την εποχή είναι από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, άρα προέκυψε φυσικά η κινηματογράφηση σε ασπρόμαυρο. Τέλος, είναι και αισθητική επιλογή: ήθελα η ταινία να είναι αφηρημένη ως ένα βαθμό, να βγάζει μια θεατρικότητα.

 

Διαβάστε   "Suzume": Στην άλλη πλευρά της πόρτας, βρισκόταν ο Χρόνος στο σύνολό του...

 

Η Στολή του Λοχαγού (The Captain, 2017)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Σβέντκε

Ηθοποιοί: Μαξ Χουμπάχερ  (βραβείο ερμηνείας-Bari International Film Festival) Φρέντεριχ Λάου, Μιλάν Πεσέλ, Αλεξάντερ Φέλινγκ

Διάρκεια: 118΄

Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους την Πέμπτη 10 Γενάρη 2019