Η Παναγία των Παρισίων: η τραγωδία του ανεκπλήρωτου έρωτα και ο ρομαντισμός στο μεσαίωνα

Κορυφαίο έργο της ρομαντικής λογοτεχνίας και ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα όλων των εποχών. “Η Παναγία των Παρισίων” είναι η ιστορία του δύσμορφου κωδωνοκρούστη Κουασιμόδου και της όμορφης τσιγγάνας Εσμεράλδας. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, όμως, είναι ο καθεδρικός ναός του Παρισιού, η περίφημη Νοτρ Νταμ, της οποίας ο επιβλητικός όγκος ρίχνει βαριά τη σκιά του σε όλα όσα διαδραματίζονται, δίνοντας παράλληλα στον Ουγκώ την ευκαιρία να περιγράψει με ιδιαίτερη ενάργεια το μεσαιωνικό Παρίσι αλλά και να σχολιάσει τα κακώς κείμενα της εποχής του. Ο Βίκτωρ Ουγκώ άρχισε να γράφει την Παναγία των Παρισίων το 1829. Ασχολήθηκε όμως στο ενδιάμεσο με άλλα έργα, καθυστερώντας την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος και έτσι το καλοκαίρι του 1830 ο εκδότης του τον πίεσε να έχει τελειώσει μέχρι το Φεβρουάριο του 31. Ο Ουγκώ αγόρασε μελάνι, ένα γκρι μάλλινο χιτώνα και κάθισε στο γραφείο του, αρνούμενος να βγει έξω, με εξαίρεση τα βράδια που επισκεπτόταν την Παναγία των Παρισίων. Είχε ήδη μελετήσει καλά την ιστορία του ναού, διαβάζοντας παλιά συγγράμματα, βιβλία και κείμενα νομοθεσίας. Κολλημένος κυριολεκτικά στο  γραφείο του για έξι μήνες, κατάφερε, τον Ιανουάριο του 1831, να τελειώσει το μυθιστόρημα. Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία και σύντομα ο Ουγκώ έγινε ο διασημότερος, εν ζωή, συγγραφέας στην Ευρώπη. Υπήρξε όμως και μια άλλη θετική επίπτωση της επιτυχίας του βιβλίου του: η παλιά και ερειπωμένη εκκλησία της Notre-Dam άρχισε να προσελκύει χιλιάδες τουρίστες, που όμως απογοητεύονταν βλέποντας την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτήριο. Έτσι στα 1845 αποφασίστηκε να γίνουν έργα αποκατάστασης, τα οποία κράτησαν 19 χρόνια, μέχρι να πάρει ο ναός τη σημερινή του μορφή.

Picture

Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, εκπρόσωπος του γαλλικού ρομαντισμού, γεννήθηκε το 1802 στην πόλη Μπεζανσόν. Χαρακτηρίστηκε «παιδί θαύμα», καθώς σε ηλικία 15 ετών πήρε έπαινο από την Γαλλική Ακαδημία. Εισχωρώντας στον κύκλο των ρομαντικών το 1827 δημοσιεύει το έργο του -ύμνος του ρομαντικού κινήματος Κρόμβελ και δύο χρόνια αργότερα, Τα ανατολίτικα. Το 1831 γράφει το πασίγνωστο μυθιστόρημα, Παναγία των Παρισίων και ακολουθούν τα θεατρικά: Λουκρητία Βοργία, Μαρία Τυδώρ, Ο βασιλιάς διασκεδάζει. Διακεκριμένος πλέον συγγραφέας το 1841 γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Τα σημαντικότερα έργα του, όμως, ο Ουγκώ τα έγραψε την περίοδο που έζησε στο νησί Γκουέρνσεϋ. Το «κοινωνικό ευαγγέλιο» – όπως έχει χαρακτηριστεί – Οι άθλιοι και τα επίσης σημαντικά ποιήματα, Ο Θρύλος των αιώνων και οι Ενατενίσεις. Ο Βίκτορ Ουγκώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Εκλέχθηκε βουλευτής του Παρισιού στη συντακτική Εθνοσυνέλευση το 1848 και στην Τακτική Βουλή ένα χρόνο αργότερα. Έξι χρόνια μετά την πτώση του Ναπολέοντα ονομάστηκε γερουσιαστής. Δεν είχε όμως, πιά την ίδια επιρροή και δυναμικότητα. Η ζωή του σημαδεύτηκε από οικογενειακές τραγωδίες. Το 1886 η μία του κόρη – ενώ είχε μόλις παντρευτεί – πνίγεται μαζί με τον άνδρα της και ο παπούς Ουγκώ ανέλαβε τη ανατροφή των εγγονιών του. Σε ηλικία 69 ετών χάνει τον γιό του Σαρλ και δύο χρόνια αργότερα τον δεύτερο γιό του Φρανσουά. Όμως, και το τέταρτο παιδί του – το μοναδικό που του είχε απομείνει – δεν είχε καλύτερη τύχη. Η κόρη του Αντέλ επέστρεψε από την Αμερική ψυχασθενής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας τα έζησε απομονωμένος . Πέθανε το 1885 στο Παρίσι. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα γιά να ταφεί τελικά εννέα ημέρες μετά στην Αψίδα του Θριάμβου και στο Πάνθεον.

Διαβάστε   Διάκριση φοιτητή του Τμήματος Κινηματογράφου σε διεθνή διαγωνισμό σύνθεσης κινηματογραφικής μουσικής

Picture

“Ξαφνικά η φρενίτιδα της καμπάνας τον συνέπαιρνε ολότελα. Το βλέμμα του γινόταν αλλόκοτο, περίμενε το πέρασμα της καμπάνας, σαν την αράχνη που καραδοκεί τη μύγα, και απότομα ριχνόταν με όλο του το σώμα πάνω της. Και τότε, κρεμασμένος πάνω από το βάραθρο, εκτοξευμένος στη φοβερή ταλάντωση της καμπάνας, γράπωνε το μπρούτζινο τέρας απ’ τα αυτιά, το καβαλίκευε σφιχτά με τα γόνατά του, το σπιρούνιζε με τις φτέρνες του και διπλασίαζε με όλη του την ορμή και με όλο το βάρος του κορμιού του την παραφορά της καμπάνας. Τότε ο πύργος τρανταζόταν ολόκληρος. Εκείνος ούρλιαζε και τα δόντια του έτριζαν, τα αγριοκόκκινα μαλλιά του ορθώνονταν, το στήθος του ξεφυσούσε δυνατά σαν φυσερό, τα μάτια του αστραποβολούσαν και η τερατώδης καμπάνα χρεμέτιζε ξεφυσώντας από κάτω του...”(απόσπασμα)

 

Η ιστορία του κωδωνοκρούστη Κουασιμόδου και της όμορφης τσιγγάνας Εσμεράλδας, αποτελεί ένα συγγραφικό εγχείρημα, ένα τόλμημα του συγγραφέα, με σκοπό να εγκωμιάσει την υπέροχη Νορτ Ντάμ, να περιγράψει αργά και σχολαστικά την πολεοδομία του Παρισιού και να καταγγείλει τις αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που έγιναν στον καθεδρικό ναό και σε άλλα μνημεία του μεσαίωνα. Ο Ουγκώ αφηγείται, αναλύει και σχολιάζει την κοινωνική ζωή της μεσαιωνικής περιόδου του 15ου αιώνα με εκπληκτικό ρεαλισμό και δίχως να χάνει την ευκαιρία, εξιστορεί γεγονότα, ενάντια στον σκοταδισμό και την κρατική αδικία με την κριτική που ασκεί στην Εκκλησία και την Εξουσία. Όλα τα παραπάνω έρχονται  και δένουν καταπληκτικά στο μαγικό σύμπαν της Παναγίας των Παρισίων και δημιουργούν, ένα πραγματικά επικό έργο, έχοντας κερδίσει επάξια τον τίτλο «αριστούργημα». Σχεδόν όλες οι σκηνές του έργου διαδραματίζονται γύρω από τον ναό ή μέσα σε αυτόν, τόσο με τους πρωταγωνιστές του να χαρακτηρίζονται από υπερβολική ζωντάνια όσο και τις προσωπικότητες τους, να μεταδίδουν στον αναγνώστη μία ακραία εκδήλωση συναισθημάτων συμπάθειας ή μίσους. Ξεχάστε ότι ξέρατε από την διασκευή της Ντίσνεϋ, ο Ουγκώ δεν έγραψε ένα παραμύθι για παιδιά αλλά ένα μυθιστόρημα ή ακόμη καλύτερα μία τραγωδία του ανεκπλήρωτου έρωτα.Ο δύστυχος κωδωνοκρούστης της Νοτρ Νταμ, ένα δύσμορφο, κακόμορφο – τερατούργημα, γνωρίζει την ομορφιά. Ένας ποιητής μέσα από την σκληρότητα της ζωής αλλάζει πεποιθήσεις και ένας αρχιδιάκος υποφέρει μαχόμενος ανάμεσα στο πνεύμα του καλού/κακού και τα ανομολόγητα πάθη. Μια σαγηνευτική τσιγγάνα τόσο αγνή, αφελής και παράδοξα ανέγγιχτη από την κοινωνική αθλιότητα που την περιβάλει χαρίζει μαγευτικούς χορούς και μία τετραπέρατη κατσίκα κλέβει τις εντυπώσεις. Μία χαροκαμένη μάνα, ανακαλύπτει την αστείρευτη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και ένα τολμηρός λοχαγός προβάλει τον εγωκεντρισμό του δίχως ίχνος ευσυνειδησίας. Μαζί με μια αλλόκοτη αλήτικη στρατιά, τους βασιλιάδες, τους δικαστές, τους  δημίους, τις όμορφες δεσποινίδες και κάθε λογής κυράδες, ο συγγραφέας καταφέρνει κάτι σπαρακτικό και μοναδικό ταυτόχρονα… να εκφράσει τον έρωτα σε όλες του μορφές και να δημιουργήσει έναν αθάνατο στον χρόνο μύθο…

Διαβάστε   Ερρίκος ο 8ος: ο βασιλιάς που έσφαζε τις γυναίκες του!..

 

“Την ίδια στιγμή είδε το πλήθος να παραμερίζει. Μια κοπέλα με αλλόκοτη φορεσιά και με ένα ντέφι στο χέρι πρόβαλε μέσα από τον κόσμο. Τη συνόδευε ένα μικρό, κάτασπρο κατσικάκι με χρυσωμένα κερατάκια. Το μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου άστραψε. Είδε τη γυφτοπούλα που ο ίδιος είχε προσπαθήσει να απαγάγει την περασμένη νύχτα και που γι’ αυτήν είχε την αόριστη εντύπωση ότι τον τιμωρούσαν τώρα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού η καταδίκη του οφειλόταν απλώς στην κακοτυχία του ότι αφενός ήταν κουφός και αφετέρου τον είχε δικάσει ένας κουφός. Όμως ήταν σίγουρος ότι το κορίτσι είχε έρθει για να τον εκδικηθεί με τη σειρά του και να του δώσει ένα ακόμη χτύπημα όπως όλοι οι άλλοι. Η κοπέλα πλησίασε αμίλητη τον κατάδικο, που στριφογύριζε μάταια για να της ξεφύγει, και τραβώντας ένα παγούρι από τη ζώνη της το έφερε απαλά στα κατάξερα χείλη του. Και τότε, απ’ αυτό το ως τώρα ολόστεγνο και πυρωμένο μάτι είδαν ένα χοντρό δάκρυ να κυλά αργά σε όλο το κακάσχημο και παραμορφωμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό του. Ίσως ήταν το πρώτο δάκρυ που είχε χύσει ποτέ ο άμοιρος. Παρ’ όλα αυτά ξεχνούσε να πιει. Η τσιγγανοπούλα έκανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και με ένα ανυπόμονο χαμόγελο ακούμπησε το στόμιο του παγουριού στα χείλη του Κουασιμόδου με τα σουβλόδοντα. Εκείνος ήπιε άπληστα, με ασίγαστη δίψα”(απόσπασμα από το βιβλίο).

 

Στην ‘Παναγία των Παρισίων’ ο Βίκτωρ Ουγκώ πετυχαίνει κάτι μοναδικό: συνθέτει μια καταγγελία της κρατικής αδικίας με την τραγωδία του ανεκπλήρωτου έρωτα σε μια εκπληκτικά ρεαλιστική αναπαράσταση του μεσαιωνικού Παρισιού, με όλη την ποικιλία και τις αντιθέσεις του. Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τις ιστορικές του λεπτομέρειες, ωστόσο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την υπερβολή για να προκαλέσει δυνατά αισθήματα. Από αυτή την άποψη η σκηνή της υπεράσπισης του ναού από τον Κουασιμόδο είναι ένα έργο τέχνης. Ο Ουγκώ αναπτύσσει διάφορες πτυχές του ανθρώπινου δράματος μέσα από τους χαρακτήρες του. Στο πρόσωπο του κληρικού Φρολό βλέπουμε σε ποια σκοτεινά μονοπάτια μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η καταπίεση της επιθυμίας και η πειθαναγκαστική προσαρμογή της συμπεριφοράς του σε αφύσικους κανόνες∙ σε εκείνο του ωραίου, τολμηρού αρχηγού της φρουράς Φοίβου αντικατοπτρίζονται η ματαιοδοξία και η αναισθησία. Η Εσμεράλδα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Στην εποχή μας θα ήταν ίσως μια σταρ του σινεμά με την ωραία εμφάνιση και τον υπέροχο χορό της. Το γεγονός όμως ότι έχει συνδεθεί με τους τσιγγάνους την καθιστά απροστάτευτη. Πολλοί θα ήθελαν να κοιμηθούν μαζί της αλλά ο μόνος που διατίθεται να θυσιαστεί για χάρη της είναι ο Κουασιμόδος, ο πανάσχημος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων. Όσο για το διάσημο ήρωα, η ζωή του είναι ένας συνεχής πόνος. Μόνη του παρηγοριά ο ναός, στους χώρους του οποίου αισθάνεται ασφαλής και αποδεχτός. Σε μια απίστευτη ειρωνεία της τύχης, ο Φρολό έσωσε τον Κουασιμόδο όταν ήταν μωρό από βέβαιο θάνατο αλλά στη συνέχεια αναδεικνύεται σε θανάσιμο εχθρό του ίδιου και της Εσμεράλδας. Ο Ουγκώ ασχολείται ιδιαίτερα με τη σκληρότητα των ποινών και την έλλειψη επιείκειας των δικαστηρίων, που μερικές φορές βλάπτουν τους αθώους αντί να τους προστατεύουν. Όμως φταίξιμο αποδίδεται και στην κοινωνία, που παρακολουθεί απαθής την αδικία χωρίς να διαμαρτύρεται. Η σκηνή του μαστιγώματος του Κουασιμόδου μετά από μια δίκη-παρωδία είναι χαρακτηριστική. Η Παναγία των Παρισίων δεν είναι ένα μυθιστόρημα για όλους. Αφενός το μεγάλο του μέγεθος και η ενίοτε αργή ροή της αφήγησης, αφετέρου η μακρινή εποχή, η σκληρότητα και η υψηλή δραματικότητα θα απωθήσουν κάποιους αναγνώστες. Όμως όσοι μείνουν ως το τέλος θα το θυμούνται για πάντα. Η πιο κλασικη μεταφορα του μυθιστορηματος του Ουγκό, στο σινεμά, με έξοχη παραγωγή, εντυπωσιακά σκηνικά και μια αριστουργηματική ερμηνεία απο τον Τσαρλς Λότον στο ρόλο του Κουασιμόδου, ήταν η ταινία του 1939 σε σκηνοθεσία του

Ο Ουγκώ περιγράφει με μοναδικό τρόπο την αγάπη του Κουασιμόδου για τις καμπάνες του, ​μια αγάπη που φτάνει συχνά στα όρια του πρωτόγονου πάθους:
“…εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε. Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή.  Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες. Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης.Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του. Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του”.

Picture

ΠΗΓΗ: http://theatrecomments.weebly.com

Διαβάστε   Αριστουργήματα του ιρανικού σινεμά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος