Ένα σπάνιο αυτοβιογραφικό σημείωμα του θρυλικού συγγραφέα και σεναριογράφου Ρέϊμοντ Τσάντλερ

Γιατί ο κόσμος ζητάει βιογραφικό υλικό; Γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό; Και γιατί πρέπει ένας συγγραφέας να μιλάει για τον εαυτό του σαν άτομο; Όλα αυτά είναι τόσο βαρετά. Γεννήθηκα στο Σικάγο του Ιλινόις πριν από τόσο, μα τόσο, πολύ πριν, που μακάρι να μην είχα πει ποτέ και σε κανέναν το πότε. Και ΟΙ δύο γονείς ήταν Κουάκεροι. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήταν ποτέ ενεργός Κουάκερος. Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Γουότερφορντ της Ιρλανδίας, όπου υπήρχε ένα πολύ ονομαστό σχολείο Κουάκερων και μπορεί να υπάρχει ακόμη. Ο πατέρας μου κατάγονταν από μια αγροτική οικογένεια της Πενσυλβανία, πιθανόν μία από τις οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί μαζί με τον Γουίλιαμ Πεν. Όταν ήμουν εφτά χρονών πέρασα την οστρακιά σ’ ένα ξενοδοχείο και απ’ ό,τι καταλαβαίνω αυτό αποτελεί κατόρθωμα. Θυμάμαι κυρίως το παγωτό και την απόλαυση να ξεφλουδίζω το χαλαρό δέρμα στη διάρκεια της ανάρρωσης. Πέρασα πέντε χρόνια στο Ντάλγουιτς κι ύστερα έζησε στη Γαλλία και τη Γερμανία για άλλα δυο χρόνια. Εκείνη την εποχή θεωρούμουν βρετανός υπήκοος, αφού η μητέρα μου είχε ξαναπάρει τη βρετανική υπηκοότητα ενώ ήμουν ακόμη ανήλικος. Έτσι, όταν επέστρεψα στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα έγγραφα έδειχναν ότι μπήκα σαν βρετανός υπήκοος. Χρειάστηκε μεγάλος, πολύ μεγάλος αγώνας και τέλος μία μήνυση εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ για να αλλάξουν αυτά τα έγγραφα. Ο νόμος λέει ότι ένας ανήλικος δεν μπορεί να εκπατριστεί και δεν ξέρω γιατί το βρήκαν τόσο δύσκολο να το δεχτούν αυτό. Μου κόστισε ένα σωρό λεφτά για να τους αναγκάσω να το παραδεχτούν.

Για αρκετά χρόνια είχα κάνει ελεύθερη δημοσιογραφία στο Λονδίνο, με μία μάλλον μέτρια επιτυχία. Έκανα κριτικές βιβλίων, έγραφα δοκίμια και λοιπά, για την παλιά Ακάντεμυ, σχεδιάσματα και στίχους για το Γουέστμινστερ Γκαζέτ, σκόρπιες παραγράφους εδώ και εκεί, κ.λπ.. Υπηρέτησα στην πρώτη μεραρχία του καναδικού εκστρατευτικού σώματος κατά τη διάρκεια αυτού που αποκαλούσαμε Μεγάλο Πόλεμο και αργότερα προσκολλήθηκα στη RAF αλλά δεν είχα τελειώσει την εκπαίδευση μου στις πτήσεις όταν έγινε η ανακωχή. Μέχρις εδώ, πολύ λίγο ταλέντο είχα δείξει στο γράψιμο κι αυτό το λίγο ήταν παραφορτωμένο με πνευματικό σνομπισμό. Έφτασα στην Καλιφόρνια με μια περίφημη γκαρνταρόμπα με μία προφορά δημόσιου σχολείου, κανένα πρακτικό χάρισμα με το οποίο θα έβγαζα το ψωμί μου και μια περιφρόνηση για τους ντόπιους η οποία, λυπάμαι που το λέω, σε κάποιο βαθμό έχει διατηρηθεί και μέχρι σήμερα. Τα βρήκα πολύ σκούρα όταν προσπάθησα να βγάλω το ψωμί μου. Μια φορά δούλεψα σε ένα αγρόκτημα με βερίκοκα, 10 ώρες τη μέρα, 20 σεντς  την ώρα. Μια άλλη φορά δούλεψα σε μία βιοτεχνία ειδών σπορ, πλέκοντας αρκετές ρακέτες του τένις για δωδεκάμισι δολάρια τη βδομάδα, 54 ώρες τη βδομάδα. Έμαθα μόνος μου λογιστικά και από κει και πέρα η άνοδος μου ήταν τόσο γρήγορη όσο και η ανάπτυξη μιας σεκόγιας. Σιχαινόμουν την επιχειρηματική ζωή, αλλά παρόλα αυτά έγινα τελικά ανώτερο στέλεχος ή διευθυντής σε μισή ντουζίνα ανεξάρτητες εταιρείες πετρελαίων. Το κραχ έβαλε ένα τέλος σε όλα αυτά. Παραήμουν πολυτέλεια για εκείνες τις μέρες. Κάνοντας βόλτες με το αυτοκίνητο κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού, άρχισα να διαβάζω φτηνά, λαϊκά περιοδικά, γιατί ήταν αρκετά φτηνά ώστε να μπορείς να τα πετάξεις και γιατί ποτέ δεν ήταν του γούστου μου εκείνο το πράγμα που είναι γνωστό σαν γυναικεία περιοδικά. Αυτό έγινε τις μεγάλες μέρες της Μαύρης Μάσκας (αν μπορώ να τις αποκαλέσω μεγάλες μέρες) και μου φάνηκε ότι μερικά από τα κείμενα ήταν αρκετά δυνατά και ειλικρινή, παρόλο που είχαν και την πρωτόγονη πλευρά τους.

Διαβάστε   «Coraline»: γοτθικός τρόμος σε stop motion…

Αποφάσισα ότι αυτός μπορεί να ήταν ένας καλός τρόπος να προσπαθήσω να μάθω να γράφω και ταυτόχρονα να πληρώνομαι ένα μικρό ποσό. Ξόδεψα πέντε μήνες γράφοντας μια νουβέλα 18.000 λέξεων και την πούλησα για 180 δολάρια. Μετά απ’ αυτό δεν ξανακοίταξα πίσω μολονότι με περίμεναν ένα σωρό δύσκολες περίοδοι στο μέλλον. Έγραψα τον Μεγάλο Ύπνο σε τρεις μήνες, αλλά το περισσότερο υλικό το ανάστησα από δύο νουβέλες. Αυτό του έδωσε ουσία αλλά δεν το έκανε ευκολότερο στο γράψιμο. Πάντα ήμουν απλός εργάτης. Ο καλύτερος μήνας μου ήταν όταν έγραψα δύο νουβέλες 18.000 λέξεων και ένα διήγημα το οποίο πούλησα στη Ποστ. Για τον Ερλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, αυτό θα ήταν δουλειά δύο ημερών αλλά για μένα ήταν μεγάλη παραγωγή και από τότε δεν ξανάβγαλα τόση πολλή δουλειά. Πήγα στο Χόλιγουντ το 1943 για να δουλέψω με τον Μπίλι Γουάιλντερ στο Διπλή Αποζημίωση. Αυτό ήταν μια αγχώδης εμπειρία και μου έχει κόψει χρόνια απ’ τη ζωή μου αλλά έμαθα σχετικά με τη συγγραφή σεναρίων όλα όσα θα μπορούσα να μάθω, που δεν είναι και πολλά. Μετά από αυτό έκανα συμβόλαιο με την Παραμάουντ και έκανα αρκετές ταινίες για αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και ενός πρωτότυπου σεναρίου. Η Μπλε Ντάλια, το οποίο γράφτηκε από το μηδέν (δηλαδή, χωρίς να προυπάρχει κάποια βασική ιστορία) και κινηματογραφήθηκε σε 20 εβδομάδες. Τότε μου είπαν ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε ρεκόρ για ταινία με μεγάλο κόστος.

Όλα μου τα βιβλία, εκτός από το Η Μικρή Αδελφή έγιναν ταινίες, δύο απ’ αυτά, δύο φορές. Όπως κάθε συγγραφέας ή σχεδόν κάθε συγγραφέας, που πάει στο Χόλιγουντ, στην αρχή ήμουν πεπεισμένος ότι πρέπει να υπάρχει κάποια μέθοδος για να δουλεύεις στον κινηματογράφο, η οποία να μην αποβλακώνει εντελώς κάποιο ταλέντο που τυχόν κατέχει κανείς. Αλλά, όπως τόσοι άλλοι πριν από μένα, ανακάλυψα ότι αυτό ήταν όνειρο.

Διαβάστε   Ο Ρότζερ Μουρ ήταν ένας... "Αγιος"

Δεν είναι σφάλμα κανενός. Είναι κομμάτι της δομής της βιομηχανίας. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τη δουλειά ενός συγγραφέα. Και αυτή παύει του ανήκει. Και μετά από λίγο, αυτός παύει να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Έχει σύντομους ενθουσιασμούς, αλλά αυτή καταστρέφεται προτού προλάβουν να ανθίσουν. Άνθρωποι που δεν μπορούν να γράψουν του λένε πως να γράψει. Συναντάει έξυπνους και ενδιαφέροντες ανθρώπους και μπορεί μάλιστα να κάνει μακροχρόνιες φιλίες, αλλά όλα αυτά είναι δευτερεύοντα σε σχέση με το γράψιμο του. Έξυπνος σεναριογράφος είναι αυτός που φοράει το καθημερινό κουστούμι του, μεταφορικά μιλώντας, και δεν παίρνει τα πράγματα κατάκαρδα. Θα πρέπει να έχει λίγο κυνισμό πάνω του, αλλά μόνο λίγο. Αυτός που είναι εντελώς κυνικός είναι εξίσου άχρηστος και στο Χόλιγουντ και στον εαυτό του. Θα πρέπει να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί χωρίς να τα δίνει όλα. Θα πρέπει να είναι ευσυνείδητα ειλικρινής στη δουλειά του, αλλά να μην περιμένει ενσυνείδητη ειλικρίνεια σε αντάλλαγμα. Δε θα τη βρει και όταν δεν αντέχει άλλο, θα πρέπει να πει αντίο με να χαμόγελο, γιατί δεν ξέρει, ίσως κάποια μέρα να ξαναθελήσει να δουλέψει γι’ αυτούς.

Στα τέλη του 1946 θα παράτησα. Μετακόμισε στη Λα Γιόλα. Από τότε έχω γράψει δύο σενάρια, το ένα μόνο με σποραδικές επισκέψεις σε ένα στούντιο για να συζητήσω την ιστορία, και το άλλο χωρίς καθόλου επισκέψεις στο στούντιο. Πιθανόν να γράψω και άλλα και αν πράγματι γίνει έτσι, θα τα γράψω όσο καλύτερο ξέρω εγώ, αλλά δεν θα δώσω όλο μου τον εαυτό.

Είμαι παντρεμένος από το 1924 και δεν έχω παιδιά. Υποτίθεται ότι είμαι σκληροτράχηλος συγγραφέας, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Είναι απλώς μια μέθοδος προβολής. Προσωπικά είμαι ευαίσθητος, ίσως και άτολμος. Κατά καιρούς εξαιρετικά καυστικός και καβγατζής. Άλλες φορές πάλι, πολύ συναισθηματικός. Δεν είμαι καλός για παρέα γιατί βαριέμαι πολύ εύκολα και για μένα ο μέσος όρος δε μου είναι αρκετός, ούτε για ανθρώπους ούτε για τίποτα άλλο. Δουλεύω σπασμωδικά, χωρίς κανονικό ωράριο πράγμα που σημαίνει ότι γράφω όταν μ’ αρέσει. Πάντα με ξαφνιάζει το πόσο εύκολο φαίνεται όταν αρχίζω και πόσο κουρασμένος νιώθει κανείς ύστερα.

Διαβάστε   Η δυστοπία του μέλλοντος και ο σκουπιδιάρης WALL-E…

Σαν συγγραφέας μυστηρίου, πιστεύω ότι αποτελώ ένα είδος ανωμαλίας, αφού οι περισσότεροι συγγραφείς μυστηρίου της αμερικανικής σχολής είναι απλώς ημιμαθείς. Δεν είμαι μόνο μορφωμένος αλλά και διανοούμενος, όσο και αν απεχθάνομαι τον όρο αυτό. Θα έλεγε κανείς ότι η κλασσική μόρφωση αποτελεί μια μάλλον κακή βάση για να γράψεις μυθιστορήματα σε σκληρή καθημερινή γλώσσα. Τυχαίνει να πιστεύω το αντίθετο. Η κλασική εκπαίδευση σε γλιτώνει απ’ το να ξεγελαστείς από την επίδειξη, απ’ την οποία είναι γεμάτη η σύγχρονη μυθιστοριογραφία.

Σ’ αυτή τη χώρα ο συγγραφέας μυστηρίου περιφρονείται σαν παραλογοτέχνης μόνο και μόνο επειδή είναι συγγραφέας μυστηρίου και όχι για παράδειγμα, συγγραφέας κάποιων σαχλαμάρων με δήθεν κοινωνική αξία. Για ένα κλασικιστή – ακόμη και αν πρόκειται για κάποιον που έχει ήδη σκουριάσει – μια τέτοια αντίληψη είναι απλώς νεόπλουτη ανασφάλεια. Όταν με ρωτάει ο κόσμος, πράγμα που γίνεται συχνά, γιατί δεν προσπαθώ να γράψω σοβαρό μυθιστόρημα, δεν ανοίγω συζήτηση, δεν τους ρωτάω καν τι εννοούν όταν μιλάνε για σοβαρό μυθιστόρημα. Θα ήταν ανώφελο. Δεν θα ήξεραν. Η ερώτηση είναι παπαγαλίστικη. Το πρόβλημα του τι είναι σοβαρή λογοτεχνία το αφήνω σε βαρετούς τύπους όπως ο Έντμουντ Γουίλσον – άνθρωπος με πολλές διακρίσεις – από τις οποίες, εγώ προσωπικά σέβομαι πιο πολύ (στα Χρονικά του Χήκεητ Κάουντι) εκείνη με την οποία έκανε τον εξωγαμιαίο έρωτα τόσο ανιαρό όσο έναν πίνακα σιδηροδρομικών δρομολογίων. Ξαναδιαβάζοντας μερικά από τα παραπάνω, φαίνεται ότι διακρίνω έναν μάλλον υπεροπτικό τόνο εδώ και εκεί. Φοβάμαι ότι αυτό δεν είναι και τόσο αξιοθαύμαστο, αλλά δυστυχώς είναι αλήθεια. Ταιριάζει. Είμαι, πράγματι ένα μάλλον υπεροπτικό άτομο από πολλές απόψεις. Δεν θα με ξάφνιαζε καθόλου αν αυτό φαίνεται στα γραπτά μου. Και μπορεί κάλλιστα αυτό να είναι που ξεσηκώνει τέτοιο θυελλώδη θυμό σε ασήμαντα ανθρωπάκια όπως ο Τζον Ντίξον Καρ και ο Άντονυ Μπάουτσερ.

Παντοτινά δικός σου,

Ρέι

Η παραπάνω επιστολή γράφτηκε στις 10 Νοεμβρίου 1950 από τον σπουδαίο συγγραφέα και σεναριογράφο του Χόλυγουντ Ρέϊμοντ Τσάντλερ. Απευθύνεται στον Άγγλο εκδότη του Χάρις Χάμιλτον, ο οποίος του είχε ζητήσει να του γράψει ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα. Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο Θα σε περιμένω (Εκδόσεις Παρατηρητής, 1984) σε μετάφραση Βαγγέλη Παραμπούκη.