Του Δημήτρη Αλέτρα
Σε διάστημα λιγότερο από ένα μήνα, η νέα εκδοχή του Σούπερμαν (2025) έχει ξεπεράσει τα 500 εκατομμύρια δολάρια στο box-office, σηματοδοτώντας για τους φανς την αρχή μιας καινούριας εποχής στο κινηματογραφικό σύμπαν της DC. Με τη σκηνοθεσία του Τζέιμς Γκαν, η ταινία παρουσιάζει μια διαφορετική οπτική σ’ έναν από τους σημαντικότερους χαρακτήρες των αμερικάνικων εικονογραφημένων, κάνοντας μια στροφή ταυτόχρονα στις νοσταλγικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος, αλλά με ευθεία ματιά στη σύγχρονη πολιτική.
Το καστ της ταινίας αποδίδει τους χαρακτήρες ιδιαίτερα εμπνευσμένα. Ο Ντέιβιντ Κόρενσουετ φαίνεται να είναι απόλυτα δικαιολογημένη επιλογή στο σύμπαν του Τζέιμς Γκαν, σκιαγραφώντας τον Κλαρκ Κεντ ως έναν ευαίσθητο και όμως δυνατό “σπασίκλα” που κοιτάει τα άστρα, και ταυτόχρονα τον Άνθρωπο από Ατσάλι ως ευγενικό, καλοπροαίρετο και ολοκληρωτικά ευάλωτο. Η δύναμή του ακριβώς προκύπτει από την ενσυναίσθησή του. Η Ρέιτσελ Μπρόσναχαν έτυχε -δικαίως- τεράστιας αποδοχής από τους φανς στο ρόλο της έντονης και διεκδικητικής Λόις Λέιν, της γνωστής δημοσιογράφου που δε δίνει σημασία σε κανένα εμπόδιο στο δρόμο της, ενώ μια ανατριχιαστική οπτική του Λεξ Λούθορ δίνει ο Νίκολας Χουλτ. Εκπροσωπεί σε πρώτο επίπεδο τη δυσπιστία και το μίσος απέναντι σε ό,τι δε μπορεί να ελέγξει, αλλά και τον ψυχρό σύγχρονο τεχνοκρατισμό, τον συγκεκαλυμμένο πίσω από το μανδύα του πραγματισμού, που αξιολογεί την ενσυναίσθηση ως αδυναμία. Στην πορεία της ταινίας εισάγονται πολλοί αγαπημένοι χαρακτήρες του σύμπαντος της DC, με ίσως πιο αξιοσημείωτη εκείνη του Κρύπτο, του ιδιαίτερα αξιαγάπητου και ταυτόχρονα πολύ χαοτικού, άτακτου και εντελώς ακατάλληλα εκπαιδευμένου κατοικιδίου σκυλιού από την πατρίδα του Σούπερμαν.
Σε γενικές γραμμές, κριτικές για το ρυθμό της ταινίας, την υπερβολή στα γραφικά ή και τους ίσως ανεπαρκώς ανεπτυγμένους χαρακτήρες θα ήταν ομολογουμένως βάσιμες. Παρόλα αυτά, το ιδιάζον στοιχείο σ’ αυτή την περίπτωση είναι η συνειδητή παρέκκλιση από πολλά πρότυπα των τελευταίων ετών που ακολουθούσαν οι ταινίες αυτού του είδους.
Η υπόθεση δεν είναι το “origin story” που ίσως θα ανέμενε κανείς, καθώς ο Τζέιμς Γκαν θεωρεί ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του δε χρειάζεται περαιτέρω εισαγωγή. Αντ’ αυτού, ο μύθος του Σούπερμαν τροποποιείται· ο πατέρας του, Τζορ-Ελ, τόν στέλνει στη Γη όχι για να εμπνεύσει τους ανθρώπους, αλλά για να τους υποτάξει και να τους κυβερνήσει, ένα σημείο που επίσης παρουσιάστηκε και στην τηλεοπτική σειρά Smallville (2001-2011). Ως αποτέλεσμα, η πλοκή της ταινίας δεν αφορά την εκπλήρωση ενός προδιαγεγραμμένου ηρωικού πεπρωμένου, αλλά μεταθέτει το βάρος στο πώς ο Καλ-Ελ θα πρέπει να επιλέξει μόνος του την κατεύθυνσή του να σταθεί στο πλευρό του απλού ανθρώπου, στηριζόμενος στην ανατροφή και τις αξίες που έχει λάβει από τους γήινους-θετούς γονείς του.
Η έννοια του Καλ-Ελ ως “champion of the common man”, αλλά και της υπόστασής του ως ενός μετανάστη που έρχεται από έναν ξένο κόσμο και τελικά χαρακτηρίζεται από τις επιλογές και τα ιδανικά του στη νέα πατρίδα που τον υιοθετεί, είναι ουσιώδεις, και ιστορικά συνδέονται εξαρχής από την πρώτη εμφάνιση του χαρακτήρα στα κόμικς. Ο Σούπερμαν δημιουργήθηκε το 1938 από τους -Εβραϊκής καταγωγής- μετανάστες Τζέρι Σίγκελ και Τζο Σάστερ, ως μια μορφή υπεράσπισης των αδύναμων στην εποχή της Παγκόσμιας Ύφεσης και της σταδιακής ανόδου του φασισμού. Πράγματι, είναι γεγονός ότι στα κόμικς ο Σούπερμαν πολέμησε ο ίδιος τους Ναζί, πριν την ανάμειξη των ίδιων των ΗΠΑ. Περνούσε το μήνυμα ότι καθένας μπορεί να προσπαθήσει να κάνει την αλλαγή, πριν αναμένει την αποκατάσταση του δικαίου από τους θεσμούς.
Ο Σούπερμαν εναντίον των ναζιστικών δυνάμεων στις εικονογραφημένες ιστορίες.
Ως σύνθημα τού υπερανθρώπου, αλλά και του δημοσιογράφου που αγωνίζεται να αποκαλύψει την αλήθεια, εμφανίστηκε αργότερα το τρίπτυχο “Truth, Justice and the American Way”. Το πατριωτικό αυτό μήνυμα συνδεόταν με το όραμα για μια Αμερική που χτίζεται στην αλήθεια, τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια, μια δημοκρατική χώρα για όλους, συμπεριλαμβανομένων των καταπιεσμένων και των περιθωριοποιημένων, που απορρίπτει τη διχόνοια και τον αποκλεισμό. Ενώ οι αρχικές ιστορίες του χαρακτήρα, τον έθεταν απέναντι στους εχθρούς των ΗΠΑ (όπως τα ολοκληρωτικά καθεστώτα), μετέπειτα τον τοποθέτησαν στο κέντρο κοινωνικών ζητημάτων (όπως η πάταξη της ΚΚΚ), αντανακλώντας και τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές στη χώρα.
Με αφετηρία αυτά λοιπόν τα τμήματα της ιστορίας του χαρακτήρα, καταφέρνει ο Γκαν να δημιουργήσει ένα πορτραίτο του Σούπερμαν που ανταποκρίνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα. Στην υπόθεση, ο άξονας της σύγκρουσης έχει την αφετηρία του στη στρατιωτική εισβολή της Μποράβια -κράτους-συμμάχου των ΗΠΑ- έναντι της φτωχής γειτονικής χώρα Τζαρχανπούρ, με την αιτιολόγηση ότι θέλουν να αποκαταστήσουν την ελευθερία εκεί. Ο Σούπερμαν επεμβαίνει χωρίς δεύτερη σκέψη, παίρνοντας το πλευρό των αμυνόμενων, καθώς έχει ως κύριο γνώμονα την προστασία των αθώων ζωών. Όμως η σαφής ηθική του πυξίδα έρχεται σε ρήξη με τα πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, οδηγώντας σε μια εκστρατεία αμαύρωσης της φήμης τού “ξένου” και “εξωγήινου” στην κοινή γνώμη. Η συνολική παρουσίαση των γεγονότων αυτών, παραπέμπει έντονα στη γενοκτονία της Παλαιστίνης από το κράτος του Ισραήλ, όπως την παρακολουθεί το κοινό το 2025, και την αντίστοιχη ανάμιξη των ΗΠΑ σ’ αυτό.
Ένα παιδί φοράει τη μπέρτα του Σούπερμαν καθώς περπατάει στα συντρίμμια της βομβαρδισμένης Γάζας. (Νοέμβριος 2024) – Φωτογραφία: Fadi Al-hawari
Ο Άνθρωπος από Ατσάλι, λοιπόν, φυλακίζεται από μια ειδική ομάδα που συστάθηκε ειδικά για την αντιμετώπιση των μετα-ανθρώπων. Παρατηρεί ότι τα κελιά είναι γεμάτα από τους ξένους και διαφορετικούς, τους εχθρούς του τεχνοκράτη Λούθορ. Ο τελευταίος κρατά έναν πατέρα μετα-άνθρωπο χωριστά από το παιδί του στην ίδια φυλακή, σαν εκβιαστικό μέσο χειραγώγησης του δεύτερου στην προσπάθεια περιορισμού του Σούπερμαν. Ο παραλληλισμός με το κυνήγι των μεταναστών από την Υπηρεσία Μετανάστευσης (ICE) το καλοκαίρι του 2025 στις ΗΠΑ, όπως και τις εικόνες από τα κέντρα κράτησης και το χωρισμό των οικογενειών, είναι φανερός.
Η ταινία διαφοροποιείται έντονα από τις superhero movies των τελευταίων ετών, τόσο ως προς την αισθητική όσο και προς το περιεχόμενό της. Απορρίπτει τη χαμηλού χρωματικού κορεσμού παλέτα εκείνων, καθώς και τη μεταμοντέρνα αμφισημία και διάψευση των ηρωικών ιδεωδών όπως παρουσιάστηκαν από τον Ζακ Σνάιντερ, τον Κρίστοφερ Νόλαν και ακόμη πιο πρόσφατα, τον Ματ Ριβς. Η γκρίζα ωμότητα των χαρακτήρων-αντιηρώων δίνει τη θέση της σε μια αναπαράσταση του Σούπερμαν γεμάτη χρώμα, ελπίδα και ηθική ανύψωση μέσω της υπεράσπισης αξιών. Δεν πρόκειται για ένα συμβατικό reboot, αλλά για μια αναβίωση.
Μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι κάθε εποχή αναδεικνύει τον Σούπερμαν που έχει ανάγκη. Το 1978, στα τέλη μιας δεκαετίας όπου έλαβαν χώρα το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ καθώς και το γενικότερο κλίμα πολιτικού κυνισμού, ο Ρίτσαρντ Ντόνερ έκανε τον κόσμο “να πιστέψει ότι ένας άνθρωπος μπορεί να πετάξει”. Ο Κρίστοφερ Ριβ ενσάρκωσε μια μεσσιανική φιγούρα, απεσταλμένος από τον πατέρα του ώστε να σώσει την ανθρωπότητα. Η αναπαράσταση αυτή του χαρακτήρα ως μιας μυθικής μορφής υπεράνω διαφθοράς κι εξαχρείωσης, είχε τότε τη δύναμη να αποκαταστήσει την πίστη του κοινού σε ευγενή ιδεώδη.
Οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι σπουδαίοι, Καλ-Ελ, αλλά δεν έχουν το φως να τους δείξει το δρόμο. Για το λόγο αυτό, για τη δυνατότητά τους για το καλό, τούς έστειλα εσένα… το μοναχογιό μου…
Τζορ-Ελ (Μάρλον Μπράντο), Σούπερμαν (1978)
Ο Γκαν, αντίθετα, παρουσιάζει έναν πολύ πιο ανθρώπινο Σούπερμαν. Σε μια εποχή διαρκούς παρακολούθησης, αυξανόμενης βίας, χειραγώγησης της κοινής γνώμης, γενοκτονίας και τάσεων ολίσθησης σε ολοκληρωτισμό, ο Άνθρωπος από Ατσάλι ματώνει, αφουγκράζεται, αμφισβητεί και αμφισβητείται. Το μεγαλείο του χαρακτήρα σ’ αυτή την περίπτωση έγκειται ακριβώς στο ότι επιλέγει να νοιάζεται παρόλα αυτά, καθώς η θέση του δεν είναι να καθοδηγεί την ανθρωπότητα , αλλά να εξελίσσεται και να βελτιώνεται μαζί με αυτή.
Στο Kill Bill: Vol. 2 (2004), ο Ντέιβιντ Καραντάιν θεωρεί ως ιδιάζουσα την περίπτωση του Σούπερμαν. Η πραγματική του φύση, ισχυρίζεται, είναι εκείνη του υπερανθρώπου, ενώ η μεταμφίεσή του είναι εκείνη του ανθρώπου – Κλαρκ Κεντ. Κι ακριβώς αυτή η μεταμφίεση, ισχυρίζεται, προδίδει την πραγματική εικόνα και κριτική του Καλ-Ελ για το ανθρώπινο είδος: ανασφαλείς, αδέξιοι και αδύναμοι.
Ο Γκαν καταρρίπτει αυτή την ερμηνεία, θεωρώντας τον Κλαρκ Κεντ και τον Καλ-Ελ σαν μια ενότητα. Ο υπεράνθρωπος δεν κρύβεται πίσω από τη “μάσκα” ενός ανθρώπου, είναι ένας απ’ αυτούς, πέφτει κι ο ίδιος σε λάθη και παραμένει γεμάτος ελπίδα. Δεν πρόκειται για τυφλή αισιοδοξία, καθώς δεν του είναι άγνωστα τα ελαττώματα των ανθρώπων, αλλά επιλέγει να βλέπει την προοπτική τους για καλοσύνη. Πρόκειται για ένα χαρακτήρα που επιλέγει να στέκεται όχι ως Θεός, αλλά ως γείτονας δίπλα στους ανθρώπους.
Η οπτική αυτή αντανακλά και τις οραματικές ιδέες που -αρκετά αδέξια- παρουσιάστηκαν στο Σούπερμαν (ΙV): Η Αναζήτηση για την Ειρήνη (1987). Από τη ματιά του Σούπερμαν στο διάστημα, η Γη θα μοιάζει σαν ένα μικρός εύθραυστος βώλος, όχι μεγαλύτερος από μια μικρή πόλη όπως το ίδιο το Σμόλβιλ, εξηγεί ο Ριβ. “Αν όλοι το έβλεπαν έτσι, θα κατέληγαν να νιώθουν σαν γείτονες”, συνεχίζει, και ισχυρίζεται ότι αν αυτή η ιδέα περάσει υποσυνείδητα στα παιδιά, τότε κάτι ελπιδοφόρο μπορεί να ανθίσει και να ευδοκιμήσει με τον τρόπο αυτό.
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Γκαν. Τα παιδιά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, όταν στη βομβαρδισμένη Τζαρχανπούρ ανεμίζουν μια χειροποίητη σημαία με το “S” (σύμβολο της ελπίδας, σύμφωνα με τη μυθολογία του χαρακτήρα), ζητώντας τη βοήθεια του Σούπερμαν. Πιστεύουν στους ήρωες κι ελπίζουν στη δικαιοσύνη με ενστικτώδη τρόπο, προτού, μεγαλώνοντας, ο κόσμος τους διαψεύσει και προδώσει. Ο Σούπερμαν εδώ βλέπει τον κόσμο όπως και τα παιδιά, σε όρους σωστού (δίκαιου) και λάθος (αδίκου). Απορρίπτει τον πολιτικό λογισμό, μια θεώρηση που παρά την αγνότητά της, μοιάζει επαναστατική κι όχι επιπόλαια ή απλοϊκή.
Αυτή είναι και η ουσία του χαρακτήρα στην περίπτωση αυτή, όπως αναδύεται σε μια συζήτηση του Κλαρκ και της Λόις. Εκείνη, εριστική αντιρρησίας και αμφισβητώντας τα πάντα, θεωρεί ότι είναι μια “αυθεντική“ πανκ, σε αντίθεση μ’ εκείνον που, καλοπροαίρετα, τείνει να εμπιστεύεται τον καθένα. “Ίσως αυτό να είναι η πραγματική πανκ ροκ”, σκέφτεται ο Κλαρκ, του οποίου τα ενδιαφέροντα είναι αφελώς ειλικρινή: αστρονομία και γλυκανάλατες ποπ-πανκ μπάντες. “Ο Σούπερμαν είναι ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσαμε να έχουμε”, λέει στο Hollywood Reporter ο θρύλος της πανκ ροκ, Ίγκι Ποπ, που ερμηνεύει το τραγούδι των τίτλων τέλους της ταινίας. Γιατί τελικά, σε μια εποχή κυνισμού και ιδιοτέλειας, το να πράττει κανείς το σωστό δεν μπορεί παρά να είναι η πιο σημαντική επαναστατική πράξη.