El Bar

Του Νίκου Αρτινού

Ένα μπαρ, ένα συνηθισμένο μεσημέρι. Θαμώνες κάθονται μαζί με περαστικούς και μοιράζονται τηγανητά γλυκά και σάντουιτς με ψητό ζαμπόν και τυρί. Η ζωή κυλάει κανονικά μέχρι που ένας πελάτης βγαίνει από το μπαρ και πυροβολείται μέσα στη μέση της έρημης πλατείας. Όλοι μέσα στο μπαρ κοιτάνε αποσβολωμένοι, μέχρι που ένας αποφασίζει να βγει έξω να δει τι γίνεται, για να καταλήξει και αυτός με μία σφαίρα. Όλοι προσπαθούν να καταλάβουν γιατί κανείς δεν τολμά να βγει να βοηθήσει τους δύο άντρες: ίσως να υπάρχει ένας τρελός που πυροβολεί από κάποια οροφή. Η πλατεία παραμένει επικίνδυνα άδεια και τα τηλέφωνα δεν έχουν σήμα. Μέσα στον πανικό, παρατηρούν ότι κάποιος μετακίνησε τα πτώματα. Και τότε η φαντασία τους οργιάζει για να καταλήξουν σε μία ιδέα: Και αν ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα στο μπαρ; Και αν οι πυροβολισμοί τελικά είναι για να τον κρατήσουν μέσα και να μην κινδυνέψουν αυτοί που είναι έξω;

Η ταινία του Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια, El bar είναι ένα σπουδαίο φιλμ που αποτυπώνει με σαφήνεια την σκηνοθετική (τεχνική και καλλιτεχνική) δεξιοτεχνία τού δημιουργού της ενώ με την αφηγηματική της τελειότητα, καταφέρνει να απευθύνεται, αφενός στο ευρύ κοινό (δηλαδή, είναι μια «λαϊκή» ταινία), αφετέρου, δεν χάνει σε-καμία περίπτωση-την καλλιτεχνική της αρτιότητα (το είδος αυτού του σινεμά καλείται full service cinema και σήμερα υπηρετείται υποδειγματικά από το νοτιοκορεατικό κινηματογράφο).

Η ταινία βασίζεται στη γνωστή και διόλου πρωτότυπη ιστορία του αναγκαστικού εγκλεισμού – αποκλεισμού, ενός συνόλου ατόμων, ετερόκλητων μεταξύ τους, σ’ ένα μικρό και ασφυκτικό μέρος. Ο εγκλεισμός δημιουργεί τριβές και συγκρούσεις, πρόσκαιρες συμμαχίες-λυκοφιλίες και απάνθρωπα διλήμματα, τα οποία στοχεύουν στην – όσο το δυνατόν – καταλυτικότερη και αποκαλυπτικότερη εικόνα της (πραγματικής) κτηνώδους φύσης του ανθρώπου, οποίος δεν διστάζει να μετατραπεί σε ένα ζώο, προκειμένου να αυτοσυντηρηθεί και έτσι να συνεχίσει να υπάρχει.

Αναφέρει σχετικά ο σκηνοθέτης:

“Ένα από τα θέματα που κινηματογραφικά με ενδιαφέρουν είναι η αίσθηση του να είσαι παγιδευμένος, οι χαρακτήρες που είναι παγιδευμένοι σε ένα σετ και να προσπαθήσω να εκφράσω οπτικά τα συναισθήματα που εξηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και γιατί μπορεί αυτό να μας ενδιαφέρει; Η ζωή είναι μία ανεξήγητη φυλακή της οποίας την έξοδο δεν μπορούμε να βρούμε. Μια σειρά λανθασμένων περιστάσεων – ή χειρότερα, τυχαίων – μας οδηγεί να ζήσουμε μια ζωή που δεν μοιάζει με τη δική μας, όπως αυτή που θέλουμε, και όταν βρούμε μια πόρτα που μας οδηγεί έξω από αυτήν, είναι πάντα πολύ αργά. Έχουμε χάσει το κλειδί. Εάν σκάψουμε βαθύτερα, η φυλακή είναι ακόμα πιο φοβερή. Δεν πρόκειται για τη ζωή μας, αλλά για τον εαυτό μας. Είμαστε παγιδευμένοι μέσα στη δική μας συνείδηση, φυλακισμένοι από τις επιθυμίες, το μίσος και την αγάπη μας. Δεν μπορούμε να βγούμε από το κεφάλι μας, ούτε να δούμε τα πράγματα διαφορετικά.

Στον «Εξολοθρευτή Άγγελο», ο Μπουνιουέλ μας λέει να μην ψάχνουμε για απαντήσεις, αλλά να μιμηθούμε το ρυθμό της ερώτησης. Αν το παράλογο είναι ο ρυθμός του πραγματικού, τότε ας το αναπαραστήσουμε, αντιστρέφοντας τον τόνο. Δεν θέλουμε να καταλάβουμε. Δεν θέλουμε να φύγουμε. Είναι καλύτερο να αποδεχτείτε το ακατανόητο και να το επαναλάβετε, να το κάνετε μέρος μας. Εάν κάποιος σας χτυπήσει, γυρίστε το άλλο μάγουλο. Η πόρτα ανοίγει γιατί πλέον δεν υπάρχει τίποτα στην άλλη πλευρά, ίσως η δική μας αντανάκλαση”.

Η ταινία του Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια δεν παρουσιάζει κάτι καινούργιο σε ό,τι αφορά τη σύλληψη της ιδέας. Αυτό που έχει σημασία είναι η αφήγηση και ο τρόπος (πώς;), με τον οποίο η ιστορία αποτυπώνεται στην οθόνη. Η – χωρίς μουσική – ταινία είναι ένας συναρπαστικό διαειδολογικό κοκτέϊλ, έχει ανατροπές, σασπένς, εντυπωσιακές ερμηνείες, δράση, πικρό και μακάβριο χιούμορ. Όλα αυτά, συνδυάζονται σ’ ένα εκπληκτικό επίπεδο εντυπωσιακής προεργασίας και παραγωγής. Η κάμερα (οι κινήσεις της και οι γωνίες κινηματογράφησης) και η μιζανσέν του  Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια είναι δύο στοιχεία βιρτουόζικης κινηματογραφικής πανδαισίας που κρατούν του θεατή προσηλωμένο (100%) σε όλα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης. Ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια, όπως και στην προηγούμενη αριστουργηματική του ταινία Η τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης, αναδεικνύει τον βασικό πυλώνα των ιστοριών του, που είναι η γυναίκα. Αυτό το ρόλο στο El bar υπηρετεί η Μπλάνκα Σουάρες, η οποία – αν και βουτηγμένη στα σκατά (στην κυριολεξία!) – είναι ένα διαμάντι. Χάρμα οφθαλμών…

 

Διαβάστε   Κώστας Γαβράς: αισθάνομαι βαριά προσβεβλημένος...

 

Σκηνοθεσία: Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια
Ηθοποιοί: Μπλάνκα Σουάρες, Μάριο Κασας, Τερέλε Πάβεζ
Χώρα Παραγωγής: Ισπανία